Κάνε μόνο εκείνο που μπορείς και όχι εκείνο που θέλεις.

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ  (1)

POÉSIE EN LANGUE GRECQUE  (1)

YUNAN DİLİNDE ŞİİRLER  (1)

Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος ιδιωτικού ή μεταφρασμένου έργου με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα και του μεταφραστή.

Σκληρός ο λόγος μου

αλλά λόγος δικαίου,

γεωμετρικός.



Μέσα στου Άδη τη γαλήνη

(Ελεγεία σ' ένα νεκρό ποιητή)


Μέσα στου Άδη τη γαλήνη

η νύχτα τρέχει απλωμένη.

Κι όταν το σκότος τη βαραίνει

σπέρνει τον τρόμο η οδύνη.


Ο Χάρος χωρίς καλοσύνη

με τη φωνή του μανιασμένη

και την ψυχή του κολασμένη

καίει, πυρώνει το καμίνι.


Τώρα στο μαλακό σου χώμα

η θεία φύση μουρμουρίζει

κι ο Κέρβερος τα δόντια τρίζει

πάνω στο άχραντό σου πτώμα.


Παιδί του λόγου χαϊδεμένο

ποιος το γραμμένο του να ξέρει,

πνοή γαλήνια για να φέρει

μέσα στον κόσμο το χαμένο;


Συ, π' αναστήθηκες και πάλι

λίγο τον κόσμο να φωτίσεις,

τι περιμένεις ν' αποκτήσεις

μέσα στο μαύρο γυρωγυάλι;


Κι όταν του Κέρβερου οι χτύποι

φτάσουν βαθιά μες στην καρδιά σου,

τρέμει ολόκληρη η θωριά σου,

βογκούν της κόλασης οι κήποι.


Για δες μέσα στο καυτερό λιοπύρι

το φως του ήλιου έχει στερέψει.

Βραδύ το βήμα μες στη σκέψη

κι ο Χάρος στήνει πανηγύρι.


Μέσα στου Άδη τη γαλήνη

η νύχτα τρέχει απλωμένη

με μια καρδιά βασανισμένη

που την τεφρώνει το καμίνι.


Κι ας πέθανες, ω ποιητή!

Οι στίχοι σου δεν θα γεράσουν.

Ίσως βρεθούν για σε να κλάψουν

αυτοί που σ' έχουν ονειρευτεί.


Μέσα στης κόλασης τη φρίκη

μόνο η ρίμα σ' απομένει.

Μα η ψυχή χλωμή μαραίνει

και σέρνεται στην καταδίκη.


Τι απέγινε η αγάπη,

που στα ποιήματά σου υμνούσες;

Σκέψη του βίου που φθονούσες

τη δέρνει τώρα το δρολάπι.


Μέσα στου Άδη τη γαλήνη

η νύχτα τρέχει απλωμένη

και μια ψυχή μακαρισμένη

το μαύρο πόθο της ξεχύνει.


Τι κακό στη γη τους έκανες,

που δεν είχαν μάτια να σε δουν;

Κι όμως τώρα σε υμνολογούν

λογής μυριόπλουμοι αιώνες.


Μες στα ολόπηχτα, σκοτάδια

σαν φάντασμα υψώνεις,

χλωμός και μαραμένος λιώνεις

χωρίς της ρίμας σου τα χάδια.


Μια μουσική μες στη μαυρίλα

αργά γλιστρά βουβά τριγύρα,

εράνει πάνω σου τα μύρα

σκορπώντας μια ανατριχίλα.


Τ' άπειρο έχεις ντυθεί

για λάβαρο κρατάς τη Γνώση.

Μήτε τραγούδι θα σε σώσει,

μήτε ελπίδα θα βρεθεί.


Κι η δημιουργός σου σκέψη

σαν φέγγος γέρνει στο σκοτάδι.

Μας φέρνει την αυγή στον Άδη

τον πόνο μας για να γιατρέψει.


Μέσα στου Άδη τη γαλήνη

η νύχτα τρέχει απλωμένη

με μια ψυχή ταπεινωμένη

τη μαύρη της κραυγή ν' αφήνει.



Ιωάννης Μποζίκης

Ο Μεγάλος Άνεμος - 2005







Όταν εσύ σωπαίνεις ...


Ιωάννα, όταν εσύ σωπαίνεις ,

ένα γεράκι ξεπετιέται μέσα από τα άγρια κύματα των σπλάχνων μας.

Κεραυνοί γεμίζουν τα θεμέλια των ψυχών μας.

Η μέρα, απρόσιτη κι αυτή χάνεται μέσα από τα χέρια μας

και μόνο, ένα φοβάμαι ακούγεται πάνω στα μυστικά μας χείλη.

Όταν εσύ σωπαίνεις, σβήνονται οι πήγες, χάνονται οι βρύσες,

ξεραίνονται όλα τα ποτάμια, όπου πίνουν οι ψυχές μας

και το κλειδί της δυστυχίας κλείνει οριστικά τις αυλές μας.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

ένας νεκρός χρόνος σεργιανάει στα μάτια μας.

Ωριμάζει η θλίψη, ωριμάζει κι ο θάνατος

και κανείς πια δεν μας θυμάται και κανείς δεν μας υπολογίζει.

Σωριάζεται η δυστυχία στο κατώφλι μας

και η μανιασμένη αδικία

βλασταίνει και λιτανεύει στην απουσία μας.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

πυκνώνουν όλα τα σκοτάδια.

Κάποιοι επιτήδειοι με τις αξίνες και τα λοστάρια τους

σκάφτουν την αποτρόπαια νύχτα.

Κοίτα Ιωάννα, κοίτα, πως οι φρικτές και αλητήριες σκιές

τόσο τέλεια λογχεύουν το στόχο τους,

πως οι δολοφόνοι σκοπευτές

με ακρίβεια τοξεύουν τα φονικά τους βέλη

και πως ο χρόνος αδιάφορα και παράξενα

σταματά εκεί, στου θανάτου την παγερή αγκαλιά.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

κρυώνουν τα πουλιά, τα έντομα, κρυώνουν τα δέντρα,

κρυώνουμε και εμείς οι δυο μέσα στην τόση γυμνότητα

και κάτω από το βαρύ πάτημα της ελεεινής αδιαφορίας μας.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

εγώ, πεθαίνω, πεθαίνεις κι εσύ

αλλά κυρίως πεθαίνει ο άνθρωπος, ο συνάνθρωπός μας.

Μαζί μας πεθαίνουν ο στερνός δρόμος του φωτός

κι ο ωραίος μας αυτός Κόσμος.

Ναι, Ιωάννα, ο ωραίος μας αυτός Κόσμος,

που κάποτε, εσύ, ερχόσουν να με βρεις

για να μου πεις, ότι ήταν τόσο ωραίος.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

πλησιάζουν οι καιροί, που σε όλα σκύβουμε το κεφάλι.

Καιροί, που θυσιάζουν και σφάζουν τα παιδιά μας .

Αιωρείται τροχισμένο και λαμπερό το μυτερό μαχαίρι του Κάιν.

Και όσα τριαντάφυλλα βλέπουμε να στολίζουν τις πλατείες,

δεν είναι παρά μόνο τα πτώματα

της δολοφονημένης συνείδησης και ευθύνης μας.


Όταν εσύ σωπαίνεις,

Καταδικάζεται οριστικά η ελπίδα και Θανατώνεται.

Και πλέον μας γίνεται δύσκολο και να αγαπάμε

και να ξαναβρούμε τους εαυτούς μας.

Τότε, Ιωάννα μετράμε,

μόνο μετράμε τους δειλούς και ατέλειωτους θανάτους μας...

Όταν εσύ, Ιωάννα σωπαίνεις...

Κι όταν όλοι μαζί σωπαίνουμε...



Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016

Το μεν αντίθετο μας συμπληρώνει,

το σύμφωνο μας κάνει υποκριτές

και το ακρ' αντίθετο σκοταδιστές.


Ιωάννα, φοβάμαι ...


Φοβάμαι τους επαγγελόμενους τη σωτηρία αυτής της γης, διότι ποτέ σωτηρία δεν είδαμε παρά μόνο σκόρπια λόγια, που εξανεμίστηκαν στο βρόντο!

Φοβάμαι τους εκατό, τους διακόσιους ή τους εξακόσιους εξήντα έξι λαίμαργους, που προσπαθούν με δόντια και με νύχια, να αρπάξουν τ' αγαθά αυτής της γης, αλλά και τους υπόλοιπους, τους απαθείς, που αφήνονται στην τύχη των γεγραμμένων!

Φοβάμαι τους δειλούς και μικρόψυχους ειρηνιστές, που έχουν τα μάτια τους κλειστά, τ' αφτιά τους βουλωμένα και δεν τολμούν να στυλώσουν τα αναστήματά τους σ' αυτά τα τέρατα, που πυρπολούν εκατομμύρια αθώους!

Φοβάμαι το σκοτάδι Ιωάννα, αλλά πιότερο, το σκοτάδι, που έχουν όλα αυτά τα τέρατα της γης μες στις εωσφορικές ψυχές τους, διότι, αυτό ακριβώς το σκοτάδι, δυστυχώς, θα καταφέρει να σκεπάσει τον ήλιο, που παλεύει μόνος κι ασυμβίβαστος, για λίγο φως πάνω σ' αυτόν τον έρημο πλανήτη!

Φοβάμαι τους πονηρούς κι ανέντιμους τεχνοκράτες, αλλά και τους σοφούς μ' αγνές ψυχές, που εν γνώσει τους, ψεύτες, θηρία, τέρατα, στα ύψη ανεβάζουν!

Φοβάμαι όλους τους ύπουλους αυτής της γης, που γλείφοντας, έρποντας ανέντιμα και καιροσκοπικά, πάνω στις πλάτες μας, αυξάνουν και ψηλώνουν!

Φοβάμαι τους δήθεν ασυμβίβαστους, που στο τέλος της πορείας τους, ασυλλόγιστα, ανταλλάζουν τα όνειρα και τις ελπίδες μας, με της ντροπής το χρήμα!

Φοβάμαι τους διστακτικούς, που με την αμφιβολία τους, πολλές φορές μας δηλητηριάζουν και μας κάνουνε πάντα, να χάνουμε τις ευκαιρίες και τις γενναίες αποφάσεις, που ήταν δυνατόν να πραγματοποιήσουμε!

Φοβάμαι τους αμαθείς, που δεν ξέρουν απολύτως τίποτα, αλλά κυρίως, τους ημιμαθείς, που νομίζουν πως τα ξέρουν όλα κι ό,τι δεν ξέρουν, τους φαίνεται περιττό ή λανθασμένο!

Φοβάμαι αυτούς, που επιλέγουν τις ακρότητες ως υγιή λογική και δυστυχώς οδηγούνται στην άκρα αδικία και στην πλάνη!

Φοβάμαι το αισχρό κέρδος, διότι αυτό κρατάει την ψυχή μας αισχρή, μας κάνει αδιάφορους, κακούς, εγωκεντρικούς και στο τέλος, μας τρώει και το κεφάλι!

Φοβάμαι τους αισιόδοξους, που θέλουν να βλέπουν μόνο την καλή όψη κάθε γεγονότος και να λένε πώς όλα πάνε καλά, ενώ, όλα πάνε παντελώς άσχημα!

Φοβάμαι τους άθεους, όχι αυτούς, που έχουν λόγους να μην θέλουν την ύπαρξη του Θεού, αλλά αυτούς, που δεν έχουν λόγους, διότι είναι οι μεγαλύτεροι ανόητοι και οι πιο ανυπόφοροι παράφρονες του ανθρώπινου είδους!

Φοβάμαι τους φτωχούς, τους αδύνατους, που θεωρούνται τ' ασθενή πλάσματα, γιατί έχουνε δίπλα τους έναν ισχυρό εχθρό. Όμως, όταν ανακαλύπτουν και αυτοί πώς να εκμεταλλεύονται σωστά τις αδυναμίες τους, γίνονται ισχυροί και έτσι παύουν να είναι με το μέρος των φτωχών και των αδυνάτων!

Φοβάμαι την αδικία, κυρίως όταν γίνεται εν ονόματι του νόμου. Τη θεωρώ ανυπόφορη, διότι επιβάλλει το γράμμα του νόμου έναντίον του ουσιαστικού δικαίου!

Φοβάμαι τους συμπατριώτες μας, που είναι έτοιμοι να άλληλοσπαραχτούν με το ίδιο πάθος, με την ίδια κακόβουλη μανία, για να επαναφέρουν και πάλι τις θλιβερές εκείνες ημέρες της αδελφοκτονίας!!

Φοβάμαι το νέο μεσαίωνα, Ιωάννα, που έρχεται ολοταχώς, για να εδραιωθεί στην Ευρώπη και να καταδιώξει και πάλι Καθαρούς και Αλβιγήνους!!

Φοβάμαι τα νέα ιεροεξεταστικά δικαστήρια των νεότερων Θωμά Τουρκοεμάδα, Κόνραδ φον Μαρβούργ, Μαρίας της καθολικής της αιμόσταγης, που θα στηθούν και πάλι για να δικάσουν δίχως τυπικές και ουσιαστικές εγγυήσεις, αμείλικτα, αμερόληπτα, βίαια, βασανιστικά, εκατομμύρια αλλόδοξους ανθρώπους!!

Φοβάμαι τον Άγιο Εσφιγμένο τον ιερομόναχο του Άθω, αλλά και όλη την ακολουθία του, που αγωνιούν όλοι τους επίμονα για την σωτηρία της αθανάτου ψυχής μου και με καλούν εδώ και χρόνια, να αποσύρω από την κυκλοφορία το πρώτο μου ποιητικό πόνημα και να κυκλοφορήσω ένα φυλλάδιο, στο οποίο θα ομολογώ το σύμβολο της Αμωμήτου Ορθοδόξου ημών Πίστεως, για να μην συμπεριληφθώ κι εγώ στα αναθέματα των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων και βρεθώ εκτός Εκκλησίας και Σωτηρίας!!

Φοβάμαι την ποίησή μας, Ιωάννα, που τρεκλίζει και είναι έτοιμη να πέσει και δεν έχει, δυστυχώς, τίποτα να δώσει στην ανθρωπότητα, παρά μόνο, ονειρική πλάνη, μικρόψυχη και ύπουλη μέθη, σκοτεινή και μολυσμένη εγωπάθεια!!

Φοβάμαι και την μεγάλη μας αγάπη, που δυστυχώς στις ημέρες μας έχει καταντήσει το μοναδικό μας καταφύγιο κατά της ματαιότητας, της ανησυχίας και της πλήξης!!

Ακόμα δε, φοβάμαι τους φίλους μου, εσένα Ιωάννα, όπως κι εμένα τον ίδιο, αλλά και όλους τους φοβισμένους, διότι, ναι μεν, μπορεί να σε αγαπώ και να με αγαπάς και να με εκτιμάς κι εσύ το ίδιο, αλλά επειδή οι καιροί μας είναι δύσκολοι και πονηροί, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι βέβαιο. Πρέπει, ταυτόχρονα, να είμαστε έτοιμοι κι οι δυο μας, να αλληλοδεχτούμε κάποια μέρα και την ενδεχόμενη μεγάλη μας έχθρα.

Φοβάμαι Ιωάννα! Φοβάμαι και τρέμω στ' αλήθεια!!!



Ιωάννης Μποζίκης

Ιωάννα λίγη τρέλα δεν μας βλάπτει - 2009

Διαδηλώνουμε με λόγια και με έργα όπως κι ο Θεός


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα

και σε λίγο το πανηγύρι θα αρχίσει!

Οι δρόμοι θα γεμίσουνε από εκατομμύρια πεινασμένους.

Θ' ανάψουν οι φωτιές

και μόνο ο θάνατος θα δοξαστεί

εκείνες τις ημέρες.

Η λαιμητόμος, ναι «η σωτήρια λαιμητόμος» του φτωχού,

και πάλι θα εξουσιάσει τις πλατείες.


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!

Ακούω την κάθε στιγμή,

την κάθε προετοιμασία τους!

Γκριτς! Γκριτς! Γκριτς! Χιλιάδες χέρια

είναι δοσμένα σ' αυτό το έργο της δικαίωσης!

Κι η λαιμητόμος στήνεται με την ίδια μανία!

Την ακούω! Τακ! Τακ! Τακ!

Στις ίδιες πλατείες του θανάτου

για να μας θυμίσουν ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται.


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!

Κυβερνήτες αδίστακτοι, αδιάφοροι πλούσιοι,

παράφρονες νεόπλουτοι,

μην αναπαύεστε σ' απάνεμο λιμάνι!

Το αίμα σας, που καταδυναστεύει τους αδύνατους,

τώρα θα ιερουργεί για να υφαίνουνε αυτοί οι καταπονεμένοι,

το ηλιοβασίλεμα της αναστάσεώς τους.


Γκριτς! Γκριτς! Γκριτς!!!

Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!

Ανόητοι!! Κάντε λίγη σιωπή,

για να ακούσετε, ν' αφουγκραστείτε το βηματισμό τους!

Ντουπ! Ντουπ! Ντουπ!

Η λαιμητόμος στήνεται, την ακούω! Τακ! Τακ! Τακ!

Από μικραγγελούδια, από αθώα χερουβείμ,

που δεν έχουν τίποτα πια να είπουν,

παρά μόνο να σπάσουν και να σκοτώσουν!!


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!

Στριμώχνονται, καταπατιώνται, κλαίνε.

Καταριόνται για την ώρα, που γεννήθηκαν φτωχοί!!

Κι εμείς κλεισμένοι, στοιχειωμένοι

μέσα στους φιλντισένιους πύργους μας,

ίσως να μην αντιλαμβανόμαστε

για το κομμάτιασμα, για το κατακρεούργημα,

που μας περιμένει!!!


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!

Κι η λαιμητόμος περιμένει τον αγέραστο και γενναίο τιμονιέρη,

το νεότερο Ροβεσπιέρο της σύγχρονης Ιστορίας,

για να στρωθεί και να εδραιωθεί

το τρομοκρατικό μίσος της δικαίωσης,

που θα γεμίσει αστραπές και κεραυνούς

στην τόση βαρβαρότητα,

που δεν αλλάζει όψη!!


Οι φτωχοί τροχίζουν τα μαχαίρια τους, Ιωάννα!!!

Μαζί θα ξαναδούμε την Ιστορία,

μαζί θα ξαναζήσουμε το 1789!!!

Χίλια δάκτυλα θα σφίγγουν τα χορτασμένα

και λαίμαργα λαρύγγια μας,

χίλια χέρια θα μας βουλιάζουν

για να μας πνίξουν στα λασπωμένα έλη·

χίλιες πρόκες θα τρυπάνε τις μαυρισμένες εωσφορικές ψυχές μας,

χίλια χέρια θα μας σπρώχνουν σ' αυτά τα φονικά μαχαίρια,

χίλια καλάθια στολισμένα με ροδοπέταλα

και με αιματοβαμμένα σεντόνια

θα συσσωρεύουν τα τεμαχισμένα αμαρτωλά κορμιά μας,

χίλια πόδια τροπαιοφόρα θα κλωτσάνε με το ρυθμό της νίκης

τα πεσμένα κρανία μας!!!

Και στο τέλος, ναι στο τέλος, ένα σμήνος περιστέρια μόνο,

θα πετάει επάνω από το δίκαιο θάνατό μας!!!


Γκριτς! Γκριτς! Γκριτς!

Τους ακούω τώρα!!!

Είναι οι φτωχοί, που τροχίζουν τα μαχαίρια τους για εμάς!

Είναι οι φτωχοί της Ελλάδας και όλου του κόσμου,

πονεμένη μου Ιωάννα!!




Ιωάννης Μποζίκης

Ιωάννα λίγη τρέλα δεν μας βλάπτει - 2009


Στο Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο

Θα σε περιμένουμε


Citoyen Robespierre,

véritable rejeton de la vertu et de la conscience morale !


Πολίτη Ροβεσπιέρε,

γνήσιε γόνε της αρετής και της ηθικής!

Σε ποια μαύρη χώρα θα' ρθεις και πάλι

για να ζήσεις τη φρικτή σου εμπειρία;

Πότε θα ξαναζωντανέψεις τη βαθιά μαχαιρωμένη Δικαιοσύνη;

Και πότε θα ξεσταυρώσεις τα χέρια της φυλακισμένης Νέμεσης

για να διώξεις τους νέους Ξέρξηδες και Αρταξέρξηδες,

που ροβολούν ακάθεκτα στις αφύλακτες Δημοκρατίες;

Με κούφιες ελπίδες, συμφορές και δάκρυα,

ατέλειωτη είναι Ροβεσπιέρε η περιπλάνησή μας σε τούτη τη ζωή.

Εδώ που ζούμε, στ΄ αξεδιάλυτα σκοτάδια του Ερέβους

όμοια με τις βαθιές σπηλιές του Κύκλωπα

και τους χαροκόπους γρυλισμούς του Άδη,

σερπετά, με το βλέμμα του δολοφόνου σέρνονται.

Θανατηφόρα και ξέχειλα δηλητήρια

σφυρίζουν από χαρά,

ψάχνοντας να δαγκώσουν τις αμαρτωλές σάρκες μας!

Τρωκτικά με σιδερένιες και κοφτερές μασέλες

σπάνε και αλέθουνε τα κόκκαλά μας!

Όρνια πολυκέφαλα, με γαμψά νύχια και ράμφη αιματηρά

γυροφέρνουν μες την καταπαχτή

με την ελπίδα κάτι να αρπάξουνε κι αυτά

από τις βρομερές ψυχές μας!

Βλέπεις, μικρέ μου Δικαστή της Αrras,

εδώ που φτάσαμε, στο ζοφερό βασίλειο του κακού,

τίποτα δε μας μένει πια!

Μας ανάγκασαν να ξεχάσουμε τη σεμνή σοφία της Γαίας!

Μας πήραν όλο το φως από το φως του Ήλιου μας

και μας εμπόδισαν να πάρουμε το δρόμο της χαράς!

Κονιορτοποίησαν την αξιοπρέπειά μας, τις αξίες μας

και ξερίζωσαν την αγάπη από τις καρδιές μας,

υποτάσσοντάς την στον ατελείωτο πόνο.

Όπουθε να πάμε, όπουθε να στρίψουμε τα μάτια μας,

όλο βρομιά βλέπουμε γύρω μας

και νύχτα στις σελίδες της Ιστορίας!

Βουλιάζουμε, Ροβεσπιέρε!

Βουλιάζουμε στη σκουριά, στη λάσπη και στην τέφρα.

Και μας φιδώνει η αλαζονεία,

και μας φιδώνουν η αχαριστία και η αδικία,

η αμαρτία, η ακολασία κι η κραιπάλη.

Και μας φιδώνουν η αμφιβολία κι ο δισταγμός,

οι κλειστές πόρτες, τα σφραγισμένα παράθυρα

και τα ματωμένα μαχαίρια!!

Όλοι σκοτώνουμε!!!

Όλοι δολοφονούμε!! Και δίχως εξαίρεση!

Γέροι και νέοι, πλούσιοι και φτωχοί, αμόρφωτοι και μορφωμένοι,

σαν αφοσιωμένοι μαθητές σ' αυτό το μακάβριο έργο,

κρατώντας σφικτά κάτω από τις μασχάλες μας

τα κρανία των θυμάτων μας.

Κι όμως είναι δύσκολο να βρεις τους δολοφόνους Ροβεσπιέρε!!

Πολύ δύσκολο να τους ανακαλύψεις

μέσα στην τόση λάσπη, τη σκουριά και την τέφρα!!

Τώρα, που πήραμε κι εμείς το δρόμο

για τα θολά νερά του Άδη

κι όλα μέσα μας έχουν στεγνώσει, μαραθεί και μολυνθεί,

μόνο μια ελπίδα μας μένει,

να ξανάρθεις Ροβεσπιέρε! Να ξανάρθεις!!

Ναι, ξαναγύρισε λοιπόν πολίτη της Δικαιοσύνης,

ξαναγύρισε και όλα θα πάρουν ζωή!

Η Ελευθερία, η Ισότητα και η Αδελφοσύνη

θα ελευθερωθούν από της ανάγκης το ζυγό.

Και το γαλάζιο φως θα βρει το δρόμο του κι αυτό

και θα γίνει πιο γαλάζιο και πιο φωτεινό

και θα μπουμπουκιάσουν η τιμή, η αξιοπρέπεια, η ομορφιά και η αγάπη.

Σε περιμένουμε δημοφιλέστατε Επαναστάτη!!

Σε περιμένουμε να αναστήσεις τις συνειδήσεις

και πυρσοφόρος να μας φέρεις και πάλι τη δάδα της δικαίωσης.

Θα σε περιμένουμε!

Θα σε περιμένουμε μέχρι το τέλος των καιρών,

εγώ κι όλος ο λαός της Ευρώπης και του Κόσμου!!

Κι αν διστάσεις και δεν έρθεις,

θα βροντήξουμε όλοι μαζί

το σύμπαν με τα φονικά μας γαυγιτά!

Ναι αδελφέ αγέρωχε της Ισότητας και της Ελευθερίας,

θα έχουμε κι εμείς το θάρρος να αντισταθούμε,

στου πόνου και της αδικίας τα βαθιά σκοτάδια,

στη βαρβαρότητα της θάλασσας

και στο κύμα, που μας πνίγει

για να γεμίσουμε επιτέλους με αξίες,

τις άδειες πέτρες των ψυχών μας.

Και με το μίσος, που συσσώρευσαν οι αμαρτωλές καρδιές μας

θα τραντάζουμε τα θεμέλια της μακάβριας πολιτείας

και θα χιμήξουμε σαν σερπετά απάνω τους

για να τους δαγκώσουμε από τις αχίλλειες πτέρνες τους.

Θα τρυπώσουμε μέσα στις σάρκες τους

για να τις ροκανίσουμε

όπως ροκάνισαν και έσπασαν και αυτοί τα κόκκαλά μας.

Και σαν όρνια θα κουρελιάσουμε τα σπλάχνα τους

με την ίδια μανία, που κουρέλιασαν τα δικά μας.

Πολίτη Ροβεσπιέρε!

Έντιμε Δικαστή της Επανάστασης

Θα σε περιμένουμε!! Θα σε περιμένουμε

για να μην αισθάνεσαι μόνος σ' αυτόν τον αγώνα,

όπως εκείνη την ημέρα της εκτέλεσης σου!

Ναι, θα σε περιμένουμε, ως τροπαιοφόρο οδηγό του λαού της Ευρώπης

για τη νέα και τελευταία ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ!!!

Νous t' attendrons, oui, nous t' attendrons Robespierre

comme conducteur triomphant du peuple de l' Europe

pour cette nouvelle et dernière Révolution des peuples du Monde Entier.



Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016

Τι με διώκετε; Δεν είμαι κακοποιός, ποιητής είμαι.


Δίκαιο


Άτυχο δίκαιο,

δίχως όνειρα κι οράματα.

Από νωρίς κάρφωσες

την πελώρια μορφή σου

σε κάποιο αόρατο δίχτυ.

Εκεί, θα μείνεις πάντα σταυρωμένο

στα βαριά καρφιά του φονικού καιρού.

Δύστυχο,

ποτέ δεν έμαθες να κρατάς όρθια

τη δωρική σου πανοπλία,

το τόξο και την ασπίδα σου

και στην ατελείωτη τραγωδία

θα είσαι πάντα

στους μασκοφόρους υποταγμένο.

Αιχμάλωτο θα σέρνεσαι

από βασίλειο σε βασίλειο.

Το βαθύ μου παράπονο είναι ότι ακόμα

ανάβω το λυχνάρι σου

και καίω σμύρνα και λιβάνι

στο πορνεμένο ξόανό σου.




Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016


Σιωπή μου


Σιωπή μου,

ντροπαλή μου καρδιά,

στριμωγμένη,

κατσαρωμένη σε μια γωνιά.

Ακόμα δεν ήρθε η ώρα σου

να μιλήσεις, να φωνάξεις;

Γροθιά γροθιά

συσσωρεύτηκαν

όλα στο στομάχι σου.

Συμπυκνώθηκαν λέξεις,

προτάσεις που αναμένουν

να τις ξεράσεις.

Είναι τόσο γεμάτο

το εντός μου

και τόσο λυπημένη

η καρδιά μου!

Πως το σώμα μου

άντεξε όλα αυτά!

Σιωπή μου,

ναι μαστιγωμένη εσύ,

δεν νομίζεις

ότι άργησες

να τα ξεχύσεις,

να τα σπάσεις,

να τα τεμαχίσεις

και να τα κονιορτοποιήσεις;;;

Επιτέλους,

παράτα τις σιωπηλές

κραυγές σου

και μην νοιάζεσαι καθόλου

αν κάποιοι στεναχωρηθούν

που θα μιλήσεις

ή που θα φωνάξεις.

Ο κόσμος δεν είναι αγγελικός

αλλά και τόσο στοργικός για εσένα

και το συσπειρωμένο σύμπαν

μη νομίζεις ότι σε προστατεύει.

Φώναξε, κραύγασε

για να διαλυθούν

όλα τα σύννεφα γύρω σου.

Έχεις κι εσύ

δικαίωμα να δεις τον ήλιο...





Ιωάννης Σωτ. Μποζίκης

Κορώνη, 17.12.2020

Douces figures poignardées,

Chères lèvres fleuries,

êtes-vous ô jeunes filles ?

Tous les souvenirs de naguère.

Guillaume Apollinaire



Πόλη που γνώρισα παιδί


Πόλη που γνώρισα με παιδική φωνή

και με εικόνες, που έχουν την ψυχή μου αναθρέψει,

θέλω να αιωρούμαι σαν αγνό παιδί,

μες στις στενές και φλογερές στοές σου,

μετέωρος κι ως άπλερο πουλί,

μέσα στις γκρίζες γειτονιές σου.


Πόλη να δέρνει ο Βοριάς

και με το ρόδο ολοπόρφυρο να στέκει,

Πόλη να πέφτει καταχνιά,

σπασμένα πρόσωπα να φέγγει.


Πόλη να σπα στις φούχτες μου

κι αστέρια στο μυαλό μου να γιομίζει,

Πόλη να πέφτει παγωνιά,

τα χάσματα του νου να βασανίζει.


Πού είστε παιδιά της νιότης μου;

Ολόμπροστα στα μάτια μου ξεδιπλωθείτε,

χωρίς τα έθνη και τις θρησκείες σύνορα,

μέσα απ' τη μνήμη μου ξετιναχτείτε.


Πού είστε Nilgun, Erol, İnci, Zehra;

Άνθη θρυμματισμένα της Ανατολής,

ολόγυρα μες στις αυλές μου σκορπισμένα.

Πού είστε Bianca, Katia και Tatiana;

Αχνά λουλούδια της Κωνσταντινούπολης,

στα μάτια μου ολόμπροστα καθηλωμένα.


Πόλη που γνώρισα με παιδική φωνή

και με εικόνες, που έχουν την ψυχή μου αναθρέψει,

θέλω να αιωρούμαι σαν τρελό παιδί

μες στις βαθιές και σκοτεινές στοές σου,

μετέωρος κι ως άφτερο πουλί,

μέσα στις ξεχασμένες γειτονιές σου.





Μποζίκης Σωτ. Ιωάννης

Από την ποιητική συλλογή « Η συνείδηση του Βοσπορίτη »

Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε το 2008 από τον μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Αρχοντίδη



Το αίμα μου


Το αίμα μου είναι ρυάκι κόκκινο

στων ρεματιών την κοίτη,

ευλογημένο ερυθρό κρασί,

γουλιά πνοής του Βοσπορίτη.


Είν' ο λεβάντες που φυσά

και δάκρυα με ποτίζει,

γλυκό βαθύχορδο ξεριζωμού

στις φλέβες μου θροΐζει.


Είναι ο γλυκάνισος ο ευωδερός

και το θυμάρι της Ανατολίας,

ο ευλογημένος μαραθόσπορος

με μνήμες νοσταλγίας.


Είν'τα μπαχάρια του τσαρσιού,

ταρτσίνια και μαχλέπια,

τα κουδουνίσματα τα πρωινά,

με τα ζεστά σαλέπια.


Ειν΄ το γιαούρτι του ταψιού,

με το καϊμάκι το ωραίο,

ο μπακλαβάς με φρέσκο βούτυρο

και με φυστίκι δαμασκαίο.


Είναι του Βοσπόρου τ' αρχοντικά

με τους χλωρούς μπαχτσέδες,

Τσιγγανοτούρκισσες μικρές,

πού 'χουν στ' αυτιά τους μενεξέδες.


Ειν' τα βαπόρια των νησιών,

που ταξιδεύουνε μέχρι το βράδυ,

ανασκαλίζοντας στη μνήμη μου

παλιό βαθύ σημάδι.


Είναι η Πρώτη η ξακουστή,

η Αντιγόνη η μία,

η Χάλκη η χρυσή

κι η Πρίγκηπος η Θεία.


Είναι η Χαλκηδόνα, το Σκούταρι,

τα Ψωμαθιά και το Κοντοσκαλίο,

η Πύλη του Αγίου Ρωμανού

και το Επτασκαλίο.


Είναι ο Γαλατάς ο εμπορικός

και το ορθόδοξο Φανάρι.

Κεράτειος Κόλπος λέγεται

κι έχει μιαν άλλη χάρη.


Είναι το Μπαλουκλί

με την Πηγή τη Ζωοδόχο

κι ο Άγιος Γεώργιος Κουδουνάς,

που στέκεται ψηλά στο λόφο.


Είναι ο ναός του Εν Βεφά

σκαμμένος μες στην κρύπτη,

κρησφύγετο του Βασιλιά

για κείν' την αποφράδα Τρίτη.


Είναι κι η Αγία του θεού Σοφία,

το σύμβολό σου, ω, Πόλη!

Το θαυμαστό κι επί της γης

του ουρανού το περιβόλι.


Είν' η Χρυσόπορτα

κι η Πύλη του Ρησίου,

η Σκάλα Ακροπόλεως

κι ο Λιμένας Θεοδοσίου.


Είναι το Πέραν το κοσμοπολίτικο

και το Ρωμαίικο Αρβανιτοχώρι,

η Ξηροκρήνη κι ο Μπουγιουκντερές,

το Εμιργκιάν και το Βαφεοχώρι.


Είναι το Τοπ Καπί το θρυλικό

με τα ρουμπίνια, τα σμαράγδια

κι οι μιναρέδες του Σουλτάν Αχμέτ,

που υψώνονται δίχως ψεγάδια.


Είναι τα Θεραπιά του Βόσπορου

με τα ψηλά και γέρικα πλατάνια

και το παλάτι του Ντολμάμπαξε

με τα ωραία σιντριβάνια.


Ειν' το Μπεϊλέρμπεϊ τ' Ασιατικό

με τα' ανάκτορα και τα στολίδια,

τα Φλόρια και το Σάλατζακ

για τα ολοήμερα ταξίδια.


Είναι τα κυπαρίσσια τα πανύψηλα,

οι φουντουκιές και τα πρινάρια

κι οι ανεμώνες της Λεμοκοπιάς,

που φύονται μες στα λιθάρια.


Ειν' οι Ρωμαίοι της Αρβανιτιάς,

της Ίμβρου, Χίου και Καραμανίας,

του Πέραν και του Φαναριού,

του Πόντου και της Ιωνίας.


Είναι το αίμα μου,

το αίμα της φυλής μου,

το αίμα το ολάκριβο,

που ανυψώνει την ψυχή μου !!!


Είναι το αίμα το Ρωμαίικο,

το αίμα, που ξυπνάει

ροδόσταμο πολίτικο και ευωδερό,

που μες στις φλέβες μου κυλάει.





ΜΠΟΖΙΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

από την ποιητική συλλογή

« Η Συνείδηση του Βοσπορίτη »

Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε το 2008

από τον Μιχάλη Αρχοντίδη


Της Σμύρνης τα παιδιά


Της Σμύρνης τα παιδιά,

απελπισμένα τα έσυρε ο άνεμος

στης ξενιτιάς την άκρη.

Νίφτηκαν μέσα στο πέλαγος

με αίμα και με δάκρυ.


Μες στα σφιγμένα δόντια τους

κρατάν της συντριβής την ήττα.

Στα στραγγισμένα μάτια τους

ανασκαλίζουν τον καημό της προσφυγιάς,

μοιρολογούν μέσα στη νύχτα.


Της Σμύρνης τα παιδιά

μ' αγιάτρευτη πληγή επεριμένουνε

πότε θα 'ρθεί η ώρα·

ανάκρασμα αναμένουνε,

στιγμή τροπαιοφόρα.





ΜΠΟΖΙΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

από την ποιητική συλλογή

« Η Συνείδηση του Βοσπορίτη »

Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε το 2008

από τον Μιχάλη Αρχοντίδη


Τι κρίμα...


Μισώ την μεγαλοσύνη της ψυχής μου.

Ακόμα δε τη προϊστορία μου,

που τόσο με βασανίζει.

Τις ομορφιές και τις χαρές τις,

που στοιχειώνουν ολούθε.

Στ'αλήθεια όλα με εξουθενώνουν,

ο φονικός θόρυβος της ζωής,

τ'αστραφτερά ροδοπέταλα της τριανταφυλλιάς

και τα πεσμένα φύλλα της πικροδάφνης.

Η ζωή μου έγινε τόσο μαρτυρική,

τόσο αδιάφορη για χαρά και ευτυχία

κι όλο σέρνετε και κυλάει.

Κυλάει στους κατατρεγμούς

και όλα μέσα μου έχουν στεγνώσει.

Δεν ξέρω, δεν ακούω, δεν θυμάμαι.

Ήτανε χθες; ήτανε σήμερα; θα είναι αύριο;

Ποιός το ξέρει;

Ψυχή μου, κρατήσου...

Κρατήσου στην πίκρα σου

και μην χάσεις τον βηματισμό σου.

Τι κρίμα...

Κανείς δεν θα σε θυμάται...

Κανείς τις αποφράδες νύχτες

με τα τόσα ναυάγια,

που σου υφαίνουν οι μοίρες.

Ακόμα και εκείνη, που σ' αναζητεί

και δεν σε βρίσκει

ή και η άλλη, που σ' αγαπάει

και δεν το ξέρει.





Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016



 

Η Θεοτάτη μέρα


Για πέμπτη απανωτή φορά

το καλοκαίρι απομακρύνεται ήσυχα και ευγενικά.

Τα ιερά μας λιόδενδρα ωριμάσανε

έτοιμα τα αιφνίδια πρωτοβρόχια να καλωσορίσουνε.


Ο τόπος άδειασε και στένεψε η θεϊκή Μεσσηνία.

Μαζί της στένεψε κι ο ηλιόφωτος ουρανός της.

Έφυγαν ελεύθερα κελαηδιστά

και τα τελευταία χελιδόνια.


Δέσανε σκληρά στο πατρικό σου χώμα

οι μοσχοστάφυλες κληματαριές που μας άφησες

μαζί μ' όλα τ' άλλα δένδρα που δεν γνώρισες.


Ως αυτό το λίγο και ιερό χώμα

που έλιωσε το γιγαντένιο σου το σώμα

στένεψε κι αυτό ακόμα.


Ω θεοτάτη ώρα που με τρομάζει

όταν επίμονα η βαριοπούλα κουδουνίζει

επάνω στο κατάλευκο κι ολόρθο μάρμαρο

κι αργά - αργά βάλλεται να το ραγίσει!


Και τα κλαριά του ευκαλύπτου

εδώ κι εκεί να σφυροκοπάνε

ασταμάτητα κι απεγνωσμένα

θέλοντας και μη ν' ακολουθήσουν

τον ρυθμό της βαριοπούλας

για να τσακίσουν κι αυτά βαθιά στο χώμα

το μαρμαρένιο σου πέπλο,

λευκό, κατάλευκο όπως το σύννεφο

που κρατάει μακριά από τον ήλιο

κάποια απομεινάρια σφικτά από τη σάρκα σου.


Ω ιερή ώρα της ολόαγνής μου ζωής

να βλέπω στο προσκέφαλό σου

και χάμω από τα πόδια μου

ένα γυαλιστερό μικρό κιβώτιο

σαν μια κολυμβήθρα αδειανή

ντυμένο με βυθισμένα άνθη

να σε περιμένει ολάνοικτο!


Κι όταν τo χώμα απλώνεται

ολόγυρα στο κατώφλι του βαθύτερου βυθού

κι ο βυθός γίνεται όλο βαθύτερος

κι αναδίνει την αποκρουστική του ευωδία

βαθιά μες στα ρουθούνια μας,

εμείς όλοι βουβοί κι αγκαλιασμένοι,

τα χείλη μας σφικτά δαγκωμένα κι άφωνα,

τα μάτια μας εκστατικά κι ολάνοιχτα

περιμέναμε, μονομιάς να πλημμυρίσει ο βυθός

από τα ιερά και κορεσμένα κόκαλα του σκελετού σου.


Ω μάταια ώρα να κάθονται όλοι

μπροστά στο κατώφλι

μπροστά στο περιβόλι!

Όξω σφικτά τα μάτια

και δίπλα όλοι,

στης μέρας τη σιωπή

στου ήλιου το σκοτάδι.


Μια γυναίκα,

η γυναίκα σου!

Να κρατάει μ' όλα της τα χέρια,

μ' όλα της τα νύχια,

μ' όλα της τα σπλάχνα,

ένα κρανίο,

το κρανίο σου!


Ω κρανίο! Αλήθεια ευωδιασμένη!

Θεία αλήθεια του σκοτεινού μου νου!

Που ταξιδεύεις ασάλευτα

μες στη γαλήνη του βυθού.

Ρόδο ακράνοιχτο! Πίσσα κι ολόμαυρο!

Με του ευκάλυπτου τον ίσκιο δροσισμένο

και με το χώμα το μεσσηνιακό λουσμένο.


Ω σκελετέ!

Που σε βάνει χάμω

στο κατώφλι,

στο κρεβάτι της αιώνιας δίψας,

σκορπώντας πάνω σου

τον ιερό σταφυλόχυμο,

το μεσσηνιακό κρασί,

το θείο κρασί!

Μια γυναίκα,

Η γυναίκα σου!


Αιώνιο στρωμένο κρεβάτι,

στολισμένο με το υφάδι της σμυρτιάς

και υφασμένο ένα - ένα

μέσα από τις ρεματιές σου

που 'τρεχε κάποτε

το άσειστο και νιαρό κορμί σου.


Ω σκελετέ!

Που σε βάνει χάμω

μια γυναίκα,

η γυναίκα σου!

Στο παρθενικό σμυρτένιο σεντούκι

έτοιμο ν' αγκαλιάσει,

στη βαθιά του σκοτεινιά

τα μαυρισμένα και σκόρπια οστά σου.


Ω κόκαλα του σκελετού σου!

Κόκαλα του ανθρώπου,

του δικού μου ανθρώπου

ίσως και τα δικά μου!

Κόκαλα που πλάσανε στο φως

τη Μάρθα, την Αριάδνη,

σπιθοβόλα αστέρια της αστροφεγγιάς

και λατρεμένα άνθη.


Καθώς η ψυχή άγουρη ακόμα,

ολόρθα σηκώνεται στου ουρανού το χώμα

κι εγκαταλείπει ολομιάς τη σάρκα και τι σκελετό της,

βυθίζεται μονομιάς και πάλι

στης αιωνιότητας το κύμα,

ανάλαφρη, ατάραχτη κι ασάλευτη.

Και μήτε νοιάζεται και μήτε μεριμνά

για τα οστά της, σκόρπια, μαυρισμένα

μες στο σκοτάδι του βυθού παρατημένα.

Και ως πουλί ολόμαυρο που φανερώνεται, ακοίμητο,

κολυμπώντας μες στα σκοτάδια των κυμάτων,

αρμενίζοντας και τριγυρίζοντας εκεί γύρω,

κοιτάει τον άνθρωπο,

το δικό του άνθρωπο,

υποτακτικό και τρομαγμένο.


Ενώ κουρασμένο και διψασμένο

απ' τα φαράγγια του βυθού φερμένο,

σταματώντας στο πιο ψηλό ανάλαφρο κλαδί

που συναντά μπροστά του,

εκεί στης αιωνιότητας των κορυφών σιγή,

εκεί μπροστά στα οστά του,

δακρύζει μες στα μάτια του

αναζητώντας μάταια ν' αντικρίσει,

μάταια ν' αναγνωρίσει

τις έρμαιες σκιές που περπατάνε και ξεδιπλώνονται

αλόγιστα και σιωπηλά δίπλα στα κόκαλά του.


Σε αυτήν τη θεοτάτη μέρα,

σε αυτήν τη θεοτάτη ώρα,

ολάνθιστη στιγμή της σιωπηλής πνοής μου,

μες στον αρίθμητο και μαύρο ωκεανό του νου του

βλέπει μια γυναίκα ολόρθη:

η κόρη του

κι ένα παιδί σιωπηλό,

το εγγόνι του,

αίμα του αίματός του,

σάρκα της σάρκας του

και πλάσμα των οστών του.


Σ' αυτή την ολόαγνη και στοχασμένη ώρα

πλησιάζουνε με θάρρος,

στερνά ομπρός στο σκελετό του,

τα μάτια στυλωμένα,

έτσι να δούνε μπροστά απ' τ' απλωμένα χέρια τους

μπροστά στα δάκτυλά τους,

το βουβό και νιαρό τραύμα

βαθιά σκαμμένο στο ασάλευτο κρανίο του

ν' αστράφτει ως τη δροσοσταλιά

που στάζει κατάπλευρα στο ρόδο.


Ενώ με τα φτερά του τσακισμένα κι ολάνοιχτα,

στην κορυφή του ευκαλύπτου

από τα σπλάχνα γαντζωμένο,

μ' ένα κελάηδισμα χλωμό,

με μια κραυγή της ήττας

σηκώνει στον αιώνιο ουρανό,

στο αιώνιο φως του

το καταπονημένο βλέμμα,

σαν να μη θέλει να φανεί

το χλοερό και δροσερό ρυάκι των ματιών του.


Καθώς καμακωμένος άξαφνα ο ξιφίας

σπάει μ' ένα τίναγμα

το μοιραίο καμάκι δια βίας

και χάνεται ομπρός, ολοταχώς μες στο βυθό,

έτσι κι αυτό με μάτια ολοκόκκινα,

αστραφτερά από το δάκρυ σαν ρουμπίνι,

με τα φτερά του ακράνοιχτα απλωμένα,

ολόμαυρο, βουτάει μονομιάς

μες στο σκοτάδι του βυθού,

βαθιά όσο βαθιά το σέρνει ο βυθός του

για ν' αντικρίσει πλέρια κι απάντεχα

το άπλετο αιώνιο φως του.




Ιωάννης Μποζίκης

Ο Μεγάλος Άνεμος - 2005


"Γνώριζε ότι ή μικροτέρα αδικία είναι τρομερωτέρα και από την πλέον στυγεράν δολοφονίαν. Η δολοφονία φονεύει και εξοφλεί τον άνθρωπον δια παντός. Η αδικία του ανοίγει ατέλειωτους λογαριασμούς, που δεν τους εξοφλεί ποτέ, και όταν ακόμη τον έχη φονεύσει."

Π. Δημητρακόπουλος

Στον Αγαμέμνονα, τον Βοσπορίτη Έλληνα, που η αδικία της Ελληνικής πολιτείας τον έχει φονεύσει στα σαράντα του χρόνια. Πέθανε το 1940, πολεμώντας εθελοντικά, όπως εκατοντάδες συμπατριώτες του, υπέρ πάτριων εδαφών, με σκοπό να αποκτήσει την Ελληνική υπηκοότητα, που αδίκως, για ανεξήγητους λόγους, δεν του την παραχώρησε το Ελληνικό κράτος.

Σε μια Βοσποριανή Μπαλάντα


Είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολη,

Ρωμιόσπορο οι Τούρκοι τόνε κράζαν

και στην Ελλάδα μόλις έφτασε

Τουρκοσπορίτη, Τουρκαλά τόνε φωνάζαν.


Ήτανε ξένος στην πατρίδα του,

ολόξενος και στην Αθήνα,

στο δρόμο τον πικρόχολο εβάδιζε

παλεύοντας την πείνα.


Η πονεμένη του ψυχή, αναστενάζοντας,

μοιρολογούσε με την πένα,

τραγούδαγε μία μπαλάντα θλιβερή,

μερόνυχτα, σ' εσένα και σ' εμένα.


Από μια πατρίδα ερχότανε,

Βασιλίδα, που αξίζει,

σε μιαν άλλην ήρθε να σταθεί

βαριομοίρης να γυρίζει.


Κι από πάνω απ' τις δύο πατρίδες

είχε κόρη του τη Ρωμανία,

πολιτεία ιδεώδη κι υπερούσια,

π' αγαπούσε με μανία.


Είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολη,

Ρωμιόσπορο οι Τούρκοι τόνε κράζαν,

κάπου δεκάξι χρόνια έζησε εδώ

κι ακόμα Τουρκαλά τόνε φωνάζαν.


Του προτάθηκε να πολεμήσει

στ' Αργυρόκαστρο, στην Τρεμπεσίνα

κι αντιστάθηκε σαν παλικάρι

με τα "όχι" και τα άλματα εκείνα.


Τόνε κράζαν πάλι Τούρκο

στα βουνά τ' Αλβανικά

κι ας κρατούσε μες στα στήθη,

της φυλής τα ιδανικά.


Απ' τα δάση όταν ανάμεσα

μία σφαίρα τον καρφώνει,

τόνε βρίσκει στο κεφάλι

και στο χιόνι τόνε στρώνει.


Κι η νύχτα η ταράχτρα

με του Ύψιστου τη χάρη,

ένα θρήνο τραγουδούσε

στο δροσάτο του κουφάρι.


Είχε πατρίδα την Κωνσταντινούπολη,

Ρωμιόσπορο οι Τούρκοι τόνε κράξαν,

και στα σαράντα του οι Έλληνες

σε μια μαύρη λάκκα τον πετάξαν.


Στην Αθήνα, οι μέρες πάντα θα κυλούν

μα και στη γη της Πόλης πάντα

και θα αχολογούνε θλιβερά

σε μια Βοσποριανή μπαλάντα.




Ιωάννης Μποζίκης

Στον παθών τη Λύσσα - 2007


Πόλη μου


Όταν με την καρδιά μου στραμμένη στο γαλάζιο σου

Προσμένω της ψυχής την χρυσαφένια απογείωση,

Όταν με συνεπαίρνει το αφρισμένο κύμα σου,

Και μ' αποστρέφει στη μνήμη και την αναβίωση.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν με δέρνει του γραίγου ο άνεμος με πόνο

Και με χαϊδολογούν θαλασσινά τραγούδια,

Όταν στους βράχους, στις στιλπνές σπηλιές σου λιώνω

Κι οι γλάροι σου πετούν όμοιοι σαν αγγελούδια.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν το ηλιόφως σου πλημμυρίζει τη σιωπή

Κεντώντας στον αέρα χρυσαφένια συγνεφάκια,

Όταν προβάλεις στην αγκάλη μου μια πλάση χαρωπή

Και νανουρίζεις στοργικά βάρκες και καραβάκια.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν στις γειτονιές σου περιφέρω τους καημούς μου,

Εκεί όπου βουλιάξανε τα παιδικά μου χρόνια,

Όταν πικρά ξυπνά κι αντανακλά η μνήμη μου,

Κι αναθυμάται τα παλιά καθώς και τα αιώνια.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Πόσες φορές σε είχα δει και είχα αμφιβάλει.

Δεν ήσουν μια πλάνη, ήσουνα συ η ίδια Πόλη,

Που αντίκρισα στο φωτισμένο αγνό κρογιάλι,

Στων καραβιών το φιλικότατο αραξοβόλι.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Οι ανήσυχες σκιές με κάνουν να χαμογελώ.

Σ' αναζητώ στο πιο βαθύ μες της καρδίας τ' ονείρου.

Συχνά και τον σκοταδερό μου ύπνο δρασκελώ

Κι εκεί ορθώνεσαι ασάλευτη του απείρου.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν πάνωθέ σου γελά ο γαλάζιος ουρανός

Καθώς πυροτεχνήματα πουλιών σκαν στους αιθέρες

Απ'τα ψυχρά σταθμά σου ένας αγέρας σιγανός

Φέρνει κατάφορτος στη μνήμη μου παλιές ημέρες.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν σε είδα με μιαν ασάλευτη ευφροσύνη

Να διαπερνάς το πρωινό που'χει ψιλοξυπνήσει

Κι οι δρόμοι να ξαναγέμισαν κίνηση, βιασύνη,

Χρυσές σπονδές δακρίων με είχαν καταποντίσει.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Μετά την ανοιξιάτικη μεγάλη αναμονή

Οπού προβαίνει ζωηρή ζωή μες τα Στενά σου.

Όταν σ' ένα ρυθμό καθορισμένο αφθονεί

Η πρωτινή μαγεία και το πλούσιο χάρισμά σου.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Να μείνω δίπλα κοντά σου ή να φύγω μακριά;

Εσύ πίστευες πάντα ότι θα ξαναγύριζα

μ' οδηγό ενός χρυσόφτερου αγγέλου ακρυά

κι εγώ, με πόνο το σ' αγαπώ σιγοψιθύριζα.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όταν αντιβουίζει των βημάτων η αφάνεια,

Κοιτάζω στο ίδιο πάντα χρώμα την Αγιά Σοφιά.

Αν αφεθώ, κατεβαίνω και μπαίνω στην αδράνεια,

Σε μιαν συνέχεια, που δε βολεύει να βρω κάποια τροχιά.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!


Όμορφή μου πληγωμένη, όχι δεν σε ξέχασα

Έρχεσαι πάντα με αστραπές μυριάδων κατόπτρων.

Εσύ η βασιλεύουσα, εσύ η παντάνασσα,

Στην αποφράδα της ζωής με χτύπημα των ρόπτρων.


Πόλη μου, σου οφείλω αυτή τη λιγοστή μου ευτυχία!




Ιωάννης Σ. Μποζίκης

Από την ποιητική μου συλλογή

 « Οι Εννέα Μούσες Μου »


Αίγυπτος


Μέμφιδα, Μέμφιδα τα μπαγαδιά* μου

και με τα δεκατέσσερα φτερά μου

από Ασιούτ, Πορτ Σάιντ κι Αμπουκίρ

όργωνα τον Νείλο από το ναδίρ.


Πλούτη, πόθοι, όνειρα κι ομορφιά

κάθε μου βήμα τοσ'ωραία ξαστεριά.

Αίγυπτο θα σε θυμάμαι ακόμα

μέχρι να μπω βαθειά στο μαύρο χώμα.


Πάνω στην όμορφή σου γη σκυμμένος,

στην κοίτη των καιρών σαν κολασμένος,

άγρυπνος κι ανέσπερος στρατιώτης

επέρασα τα χρόνια μου της νιότης.


Πότε Αλεξάνδρεια και Ροζέττα,

πότε Κάιρο, Τάντα και Δαμιέττα.

Λουλούδι νούφαρο είναι το Δέλτα

με τα παραποτάμια του τα σβέλτα.


Ζω στην ιερή σκιά της ομορφιάς σου,

απαντοχή μου μόνο το φιλί σου,

στήνω χαρά τρελή, στήνω σεφέρι,

συ Νεφερτέμ και αυγινό αστέρι.


Μέμφιδα, Μέμφιδα τα μπαγαδιά* μου

και μ' όσα έχω στη βαθειά καρδία μου,

απ'την Ηλιούπολη προς την Αμάρνα

νύχτα, σκοτάδι και στη μοίρα σβάρνα.


Βαθειά στους στοχασμούς του αοράτου,

δίχως το δέος του δειλού θανάτου

έχω διαβεί τόσους φιδίσιους δρόμους,

απόκρημνες στοές, που σπέρνουν τρόμους.


Στο χάδι του ορίζοντα του Ατόν

ήμουν ο θαυμαστής του Ακενατόν.

Τώρα καλώ τον χρόνο να γυρίσει,

καλώς να θυμηθεί, να ξαναζήσει.


Στο Αμπού Σιμπέλ θυμάμαι να νοσώ,

να τρέμω στου Μέμνονα τον κολοσσό.

Στο δε Καρνάκ να'με φύλαξ ιερών

καθώς κι ευσεβής υπήκοος Θηβών.


Μοιραίες θεϊκές μου οπτασίες,

Ίσις-Οσίρις-Ρα ιερές λατρείες

στου Νείλου τα δεσμά καθώς δεμένες,

στην αιωνιότητα ταριχευμένες.


Ραμισίς, Τούθμωσης και Τουτανκαμόν

και οι τρεις δοξολογούσαν τον Αμόν.

Πώς ο καιρός αλλόκοτα διαβαίνει,

τραντάζει βασιλείς και τους πεθαίνει!


Μέμφιδα, Μέμφιδα τα μπαγαδιά* μου,

δικέφαλος αετός το πέταγμά μου.

Μέλπω την ομορφιά σου ως το πρέπο,

απ'τα υψώματα σ'αγγελοβλέπω.


Γκίζα, Σακχάρα, Ελουάν, Μεϊντούμ

κι έφτασα στη λίμνη Μοίρις του Φαγιούμ.

Στην Αρσινόη την Ελληνιστική

διδάχθηκα τέμπερα κι εγκαυστική.


Στην Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων

μία βασίλισσα κατά Ρωμαίων

ετόλμησε τα δίσεκτα τ'ακραία,

την αποφράδα μέρα τη μοιραία.


Μια στον Καίσαρα, μια στον Αντώνιο,

στου καιρού το χάος το αιώνιο

την απόκανε θολό ένα πάθος

κι ένα κούφιο ηρωικό της λάθος.


Λες νά'ταν ένα ψέμα, μία πλάνη

μια οπτασία, που ο νους δεν φτάνει;

Που έμειν'εκκρεμές να αιωρείται,

στο βουερό βάθυ να τιμωρείται;


Μέμφιδα, Μέμφιδα τα μπαγαδιά* μου,

και νά'μαι, δίπλα σου με τα φτερά μου,

προσκυνητής στα άβατα του Νείλου,

θανατερό παράπονο του θρύλου.




Ιωάννης Σ. Μποζίκης

Από την ποιητική μου συλλογή

« Οι Εννέα Μούσες Μου »

* Τα μπαγαδιά είναι οι αποσκευές κατά το γλωσσικό των ρωμιών της Πόλης.

Στα βενετσιάνικα bagàgio ή μπαγάδια στην Αρκαδία και στη Πελοπόννησο


Μυκηναίων Φιλαδελφεία


Αν ο γερο-Πέλοπας δεν ήταν τόσο ξετρελαμένος

με τον πανέμορφο νόθο γιο του, Χρύσιππο,

ίσως τα δύο του άλλα παιδιά, ο Θυέστης και ο Ατρέας,

να μην σκοτώνανε τον ετεροθαλή αδελφό τους.

Και στη συνέχεια να μην κατέφευγαν,

εξόριστοι στο Άργος,

στα ανάκτορα του άτεκνου Ευρυσθέα.

Όταν όμως κάνεις τέτοιο φόνο,

καμία φιλοδοξία σου δε μπορείς να υπερνικήσεις,

αλλά και κανένας θεός ή και χρησμός

δε δίνεται σωστά να σε φυλάει.

Έτσι, μέσα στο φόβο και τις υποψίες κινείσαι

και μισείς ακόμα και το ίδιο σου το αίμα.

Και πάλι ανέτοιμους

του Ευρυσθέα ο θάνατος τους βρήκε.

Ως φαίνεται, ή δεν τους νιώσανε καλά

ή ψεύτικοι υπήρξαν οι χρησμοί,

που τους καθοδηγούσαν,

ότανε θέλησαν το θρόνο του να μοιραστούνε.

Ραγδαία έπεσε επάνω τους

βαριά καταστροφή κι οδύνη

αφού παλιές συνήθεις

ξανάφερε ο Θυέστης

με της Αερόπης τη βοήθεια,

γυναίκα του αδελφού του.

Δυναμωμένος με λόγια και με πονηριά

αρπάζει το χρυσόμαλλο αρνί

από τον αδελφό του,

για να μπορεί το θρόνο να κυριέψει,

καθώς έτσι το απαιτούσανε των Μυκηναίων οι παραδόσεις.

Γι' αυτό το χάλι τους, ίσως κιόλας,

πολύ δυσαρεστήθηκε ο Δίας

και δίχως δισταγμό παίρνει την εξουσία απ' αυτόν

και τη χαρίζει πάλι πίσω στον Ατρέα,

μαζί και το χρυσό αρνί,

για να σταθεί αυτός τώρα στο θρόνο.

Αλλά με άλλη,

νεότερη καταστροφή,

που δεν την φανταζόμασταν,

οδύρεται, βογκά το Άργος.

Και οι τόσες μεταμέλειες αυτονών,

ευθύγραμμες και σταθερές ποτέ δεν ήσαν.

Έτσι, αρπάζει ο Ατρέας την Αερόπη απ' τα μαλλιά

και την πετάει στο κύμα.

Κι αφού τον αδελφό του βάζει σε περιορισμό,

τα δυο ανίψια του, στο πείσμα του, τα θανατώνει.

Κι ως τελευταία απόλαυση,

σε δείπνο αδελφικό καλεί το Θυέστη.

Κι εκείνος, δίχως να ξέρει τι του γίνεται,

τις προσφερόμενες τις σάρκες

των παιδιών του τρώει.

Βαριά οδύνη τότε κάνουν οι θεοί

και πια κι αυτοί για τα καλά αγανακτούνε

κι αμέσως για το Θυέστη βγάζουνε χρησμό,

να παντρευτεί στα γρήγορα την κόρη του Ατρέα,

κι από τη σχέση του αυτή,

να ξεπηδήσει ο Αίγιστος, ο γιος του,

ο δίκαιος τιμωρός του αδελφού του τού Ατρέα.

Κι όμως, με τούτα τα καμώματά τους

ρημάζανε των Πελοπαίων το σπιτικό,

οι ίδιοι, οι κακούργοι Πελοπαίοι γιοί του.

Κι ίσως σ' αυτό να φταίει ο ίδιος γερο-Πέλοπας,

που δεν αγάπησε ποτέ αυτούς τους δύο

κι ακόμα κλαίει και οδύρεται τρελά,

για το χαμό του αγαπημένου νόθου γιου του.



ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ « QualisRexTalisGrex- Αθήνα 2010 »


Αβροκόμας

(401 π.Χ.)


Είτε από ολιγωρία είτε από δειλία,

είτε κι επειδή δωροδοκήθηκε από τον αδελφό σου τον Κύρο,

αφύλακτες άφησε τις πύλες της Κιλικίας,

ο Αβροκόμας, σατράπης της Εδέσσης και πάσης Συρίας.

Κι ας είχε το πιο ισχυρό και πολυάριθμο στράτευμα

όλων των Αχαιμενιδών.

Δίχως κόπωση μεγάλη

βιαστικά υποχώρησε

μπροστά στου Κύρου την ορμή

δήθεν για να ενωθεί με εσένα Αρταξέρξη του Μνήμονος.

Όμως με δισταγμό πορεύτηκε στα Κούναξα,

ίσως και ηθελημένα,

αφού πέντε ημέρες αργότερα

ευρέθηκε εκεί

μετά του αδελφού σου την πανωλεθρία.

Αρταξέρξη, τι να τον κάνεις τέτοιον στρατηγό,

που η δειλία διόλου δεν του λείπει;;;

Αφού τώρα ο αδελφός σου ο Κύρος καταστράφηκε

κι αυτό μόνο μετράει για σένα.

Μην τύχει και του φορέσεις

ένδυμα ροδόχροο

και τον στολίσεις με αμέθυστα, ζαφείρια

και μαργαριτάρια!!

Δείξε του το δρόμο για την Έδεσσα

με μια περγαμηνή στην πλάτη,

να τη διαβάζουν οι λαοί,

από την Λαζική, τη Μηδική, την Παρθική

μέχρι και τη Συρία και την Καρδουχία,

ότι πολύ δειλός υπήρξε ο Αβροκόμας σου,

αυτός, που επεδίωκε το στρατηγό σατράπη

όλων των Αχαιμενίδων να παριστάνει!!!




ΜΠΟΖΙΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

QUALIS REX TALIS GREX (2010)


Πύρρος του Αιακίδη και της Φθίας

(319 - 272 π.Χ.)


Προικισμένος με έξοχη ιδιοφυΐα

και μεγάλος στρατηλάτης ο Πύρρος,

αλλά με τυχοδιωκτική παρόρμηση

κι έτσι το έργο του δε μπόρεσε να το εδραιώσει.

Στις μέρες του η Ήπειρος έγινε κράτος ισχυρό

και βρέθηκε στην υψηλότερη ακμή της.

Οι αρετές του και το θάρρος του

ακόμα και τον θαυμασμό των Μακεδόνων προκαλούσαν.

Τιμή σ' εκείνους που τον έκαναν βασιλιά,

αλλά μόνο για το θάρρος και την ψυχή του.

Η μυστική βοή και η φιλοδοξία του

τον έστειλαν στην Ιταλία.

Στην Ηράκλεια, στο Άσκλο, στις Συρακούσες,

η κάθε νέα «Πύρρεια νίκη» του

άλλη μια καταδίκη είχε γράψει.

Στο «Βενεβέντο», όσοι αυτοί την μάχη είδανε,

λένε, ότι ήταν πράγματι πανωλεθρία.

Κι όλες οι δόξες που απέκτησε,

του βγήκαν όλες πλάνες,

αλλά κι ούτε που μπόρεσε τη Ρώμη να κυριέψει.

Κι όταν γύρισε στην Ήπειρο

μετά από τη δεύτερη κοπιαστική του εκστρατεία

ξεδώθηκε ξανά στις παρορμητικές του περιπέτειες.

Με την τυραννική του διακυβέρνηση

κανείς πια στην Ελλάδα δεν τον εκτιμούσε.

Όμως, εκείνη η εκστρατεία

στη Σπάρτη και στη Σελλασία

σε τί θα τον ωφελούσε;

Δεν ήτανε και τόσο αναγκαία!

Άδοξα κι άδικα εχάθηκε εκεί,

απ' ένα κεραμίδι, που του πέταξε

μια σκληροτράχηλη γυνή Αργαία!!



ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ « QualisRexTalisGrex- Αθήνα 2010 »


Μυθριδάτης ΣΤ΄ ο Ευπάτωρ

(120 - 63 π.Χ.)


Κανείς δεν μπορεί να τ' αρνηθεί,

ότι ο Ευπάτωρ, κατέστησε

μεγάλο ανταγωνιστή της Ρώμης

το μακρινό τον Εύξεινό του Πόντο

και ύστατη αντίσταση

ενσάρκωσε σε όλους τους Έλληνες

κατά του ιμπεριαλισμού της Ρώμης.

Στο Νικομήδη, κήρυξε τον πόλεμο

και νίκησε αυτόν μαζί και τα στρατεύματά του,

αφού επήρε πίσω, με το θάρρος του,

όλη την επαρχία της Ασίας.

Στο πλευρό του, πρώτη η Αθήνα συντάχθηκε

και ύστερα πλήθος των πόλεων της Ιωνίας.

Μόνο η Έφεσος δεν ακολούθησε

και τήνε πλήρωσε με τον «εσπερινό» της.

Χιλιάδες άτομα σφαγιάστηκαν,

έποικοι Ιταλοί

μαζί και οι Ίωνες αυτής της πόλης.

Άτυχος όμως, έτυχε

εις την νέα οργή της Ρώμης.

Αν και διέθετε πολλές από τις ικανότητες,

άλλες τόσες πολλές είχε να αντιμετωπίσει.

Τρεις ευφυείς Ρωμαίοι στρατιωτικοί τον κυνηγούσαν

μαζί και ο προδότης γιος του ο Φαρνάκης

αλλά κι η καταρρέουσα

ελληνική κληρονομιά του.

Εάν και έψαξε πολύ ν' αυτοκτονήσει,

δεν τα κατάφερε,

γιατί με τα ισχυρότερα τα δηλητήρια

το κολχικό το σώμα του από καιρό είχε εθίσει

κι έτσι Γαλάτη μισθοφόρο διέταξε

να τόνε θανατώσει.

Πάντα του Ευξεινού η γη

θα τόνε καρτερεί

ωσάν ευπάτωρ, κτίστη και ελευθερωτή.

Ή κάποιον σαν αυτόν ίσως θα περιμένει

να φέρει ξανά πίσω όλα τα παρμένα,

για να μπορεί ελεύθερος κι ανεξάρτητος

σαν πρώτα και παλιά

να κυριαρχεί και να μεγαλουργεί ο Πόντος.




 ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ « QualisRex-TalisGrex- Αθήνα 2010 »




Αριστόδημος

(731 - 724 π.Χ.)


Το παιδί σου Αριστόδημε δεν είναι κτήμα των Δελφών.

Είναι δικό σου πλάσμα.

Χρησμοδότες και μάντεις

δεν μπορούν να σου το αφαιρέσουν.

Όταν όμως διακατέχεσαι από γεροντική άνοια,

εθνική έπαρση και ανόητη φιλοδοξία,

εύκολα αποδέχεσαι τους χρησμούς.

Και για να εξευμενίσεις

τις χθόνιες αυτές θεότητες, που σε εμπαίζουν,

θυσιάζεις ακόμα και την μονάκριβή σου κόρη.

Ευκολόπιστε! Ανόητε Αριστόδημε!

Ποτέ οι μάντεις των Δελφών

δε βοήθησαν την πατρίδα σου!

Πάντοτε υπήρξαν εχθροί των Μεσσηνίων!

Ως φαίνεται, άδικα θυσίασες την θυγατέρα σου

κι ο πόλεμος, δυστυχώς,

δεν απέβη νικηφόρος για τη βασιλεία σου!

Κλαις, οδύρεσαι

κι όμως δεν ωφελεί σε τίποτα αυτό!

Κάνε τουλάχιστον το χρέος σου Αριστόδημε,

για να διαφέρεις από όλους τους Έλληνες,

που τ' αυτονόητο πολλές φορές αδυνατούν να πράξουν.

Αυτοκτόνησε!

Αυτοκτόνησε πάνω στον τάφο του παιδιού σου!

Κι έτσι δε θα σε πνίξει το σκοτάδι

και μήτε θα παλεύεις κατάμονος

μες στην απερατότητα του πόνου.

Κι εσείς Μεσσήνιοι,

παρακαλώ, κάντε λίγο στην άκρη.

Μην του στερείτε την ελευθερία του.

Αφήστε τον, εκεί πάνω, στον τάφο του παιδιού του!

Αφήστε τον εκεί, δίπλα στην κόρη του ν' αυτοκτονήσει!!





ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ

QUALIS REX TALIS GREX (2010)





Γρατιανός Φλάβιος


(359 -383 μ.Χ.)


Πιότερο, τους μορφωμένους ευσεβείς και εγκρατείς αγαπώ,

αλλά όχι τους παρασυρόμενους από αδυναμία.

Όταν ο Γρατιανός εκλέχτηκε Αύγουστος,

παιδί ήταν ακόμα

και δέχτηκε μεγάλη επίδραση

από τον Άγιο Αμβρόσιο.

Δείγμα της τολμηρής του αφοσίωσης

ήταν πως τον εμπιστεύονταν πάντα.

Πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια του

και μπήκε στο παιχνίδι

της πάταξης της ειδωλολατρίας;

Όλοι θυμούνται τις ορμές του

αλλά και τις διαταγές, που έδινε

για την αφαίρεση του αγάλματος της Νίκης

από τη Σύγκλητο της Ρώμης.

Ποτέ δε συλλογιόταν φρόνηση

όταν τη δήμευση των ναών

των ειδωλολατρών είχε διατάξει.

Με κάθε είδους μέθη,

του δασκάλου του τις επιθυμίες

ήθελε να εκπληρώσει, αφού νέος θανάτωσε

τους σπουδαιότερούς του φίλους

και τους ειδωλολάτρες αξιωματικούς του.

Με ένα φέγγος ξεκληρίσματος

περιέλουσε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

Και με την ύποπτη την καθοδήγηση

του δασκάλου της πίστης

συνέτριψε τ' Αρχαίο Πνεύμα

μαζί και τον λιόμορφο Αρχαίο κόσμο.

Γρατιανέ εφόσον κάθισες με τέτοιον δάσκαλο

αμαχητής στη δίνη του,

τέτοιαν ανόητη ορμή θα είχες!!

Ευτυχώς επί άρματος τιμωρού

ξεχύθηκε ο Μάξιμος

και δε σε άφησε όλο το κράτος σου να υποτάξεις.

Και πλήρωσες με θάνατο

τα χρόνια της νεότητος,

που άλλοι σχεδιάζανε για σένα!

Και πλήρωσες όλα τα αίσχη σου

από το φονικό το χτύπημα,

το εκδικητικό του νυσταγμένου Αρχαίου Κόσμου!!




ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ

Qualis rex talis grex


Ερρίκος Δάνδολος

(1204 μ.Χ.)


Μεγάλη ήταν η χαρά

για τα πλούτη και τη νίκη

που του έδωσε άδικα ο Θεός.

Ήταν δε, τόσα πολλά τα λάφυρα,

πού κανείς δεν ήξερε να πει πόσα.

Χρυσάφι, ασήμι, σκεύη,

πολύτιμα πετράδια, μπρούτζινα αγαλματίδια,

εικόνες, επιχρυσωμένα ψηφιδωτά,

μετάξια, χαλιά, γούνινα φορέματα

από γκρίζο σκίουρο κι ερμίνα,

και όλα τα ακριβά πράγματα

που βρέθηκαν ποτέ στη γη,

από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.

Ο καθένας πήρε ό,τι ήθελε!

Παρά του Πάπα Ιννοκέντιου τις εκκλήσεις,

όλους τους απειρόκαλους και τους προσκυνητές

κατάφερε να πείσει,

να επιτεθούν στη Βασιλεύουσα,

την Κωνσταντίνου Πόλη.

Κι εκείνοι, που τον ακολούθησαν,

βρεθήκανε σε πλούτη και σε πολυτέλειες.

Κανείς όμως δε γνώριζε

το μυστικό το σύμφωνο,

που με τους Άραβες και το Ισλάμ είχε συνάψει

και πλήγμα έφερε θανάσιμο

στο Μέγα Οικουμενικό Βασίλειο,

αφού αποδυνάμωσαν

τ' αντανακλαστικά του Ελληνικού μας Γένους.

Τώρα, ουδείς τον ξέρει

μήτε και τον θυμάται.

Μόνο ο λόγος μου αυτός ο σύντομος,

από το μαύρο παρελθόν τον ξεσηκώνει.

Τον Δόγη Δάνδαλο,

τον αλητήριο της Βενετίας της Γαληνοτάτης,

το ελεεινό το υποχείριο των Αράβων,

που τα κατάφερε με καταχθόνιο σχέδιο

και διέλυσε τον κρατικό ιστό

στο Ανατολικό Ρωμαίικο προπύργιο

κι έτσι δεν μπόρεσ' έκτοτε

όταν και έτυχε κι ορθώθηκε ξανά

η Πόλη μου, η Βασιλεύουσα η αιώνια,

εμπόδιο να σταθεί

στις άγριες επιδρομές των Τούρκων!




ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ « QualisRex-TalisGrex- Αθήνα 2010 »




Ευλογημένη γη του Πόντου*



Ποιος θα μου φέρει

ένα κλαδάκι φουντουκιάς,

από τον Πόντο μια λιακάδα;

Είναι ζεστό το δάκρυ μου, ζεστό,

κυλάει αργά με μια βαθειά πικράδα!


Ποιος θ' αναστήσει

το σταυρωμένο όνειρο

στη βέβηλη τούτη τη χώρα;

Από αυτήν τη γη ψηλώσαμε εμείς,

σ' αυτήν οφείλουμε βοήθεια τώρα!


Στην Τραπεζούντα η πέτρα ξέρασε χολή.

Έως μισάνοιχτη πληγή, αιμορραγεί η Κυρεσούντα.

Σαν κρύσταλλο σιωπής στα μαύρα της

τυλίχθηκε κι η έρημη Σαμψούντα.


Με τα στραμμένα

μάτια μου δεν σε ξεχνώ

ευλογημένη γη του πόνου!

Ειν' εφικτή η επιστροφή

κι ας συνθλίφτηκες από τα δάκτυλα του φόνου!!!


Έχουνε στάξει

δάκρυα για τα σε

μυριάδες Πόντιοι ματωμένοι!

Το χτυποκάρδι τους ακούγεται παντού!

Τώρα, μια Ανάσταση μόνο σου απομένει!!!


Στην Τραπεζούντα η πέτρα ξέρασε χολή.

Έως μισάνοιχτη πληγή, αιμορραγεί η Κυρεσούντα.

Σαν κρύσταλλο σιωπής στα μαύρα της

τυλίχθηκε κι η έρημη Σαμψούντα.


Ποιος θα μου φέρει

ένα κλαδάκι φουντουκιάς,

από τον Πόντο μια λιακάδα;

Ποιος θα μπορεί να το σκεφθεί

ότι αυτή η Γη μυρίζει ακόμα Ελλάδα!!!



ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΜΠΟΖΙΚΗΣ « QualisRex-TalisGrex- Αθήνα 2010 »

* Το ποίημα αυτό μελοποιήθηκε από το συνθέτη Μιχάλη Αρχοντίδη το 2010.


Φωνή μου προς Κύριον εκέκραξα

ΨΑΛΜΟΣ Γ.3.

Αμμόχωστος ( 2016 μ.Χ )


Κύριε, σε τούτα τα χώματα ριζώσαμε.

Σ' αυτά, που ορφάνεψαν και στενάζουν ακόμα.

Σ' αυτά τα σπίτια, που τα έθαψε ο φρυχτός χρόνος.

Πώς έγινε και μας άφησες μόνους κι ορφανεμένους;

Απροστάτευτους, με δάκρυα και θρήνους

στη δυνατή νεροποντή του πόνου,

που ακόμα μας σφαδάζει με την φονική της ορμή;

Καμία φωνή σου; Κανένας ίσκιός σου;

Μήτε μια αστραπή σου να ξεσχίσει

τα φονικά σκοτάδια των βαρβάρων;

Και επιτέλους ούτε ένα σημάδι σου

να εξουσιάζει την αποφράδα πόλη

και την απελπισμένη αγανάκτησή μας;;;

Μα, αλήθεια, που κρυβόσουν σιωπηλός

και μακράν από την Μεγαλόνησο

για σαράντα δύο ολόκληρα χρόνια;

Κύριε, απορώ πώς ανέχεσαι

αυτήν την αμμοχώστεια στοιχειωμένη ερημιά

και την απέραντη αιματοβαμμένη σιωπή;

Ακόμα δε, απορώ πώς στέκεσαι αμήχανος κι ανήμπορος

καταμεσής στο σύνορο της πράσινης γραμμής,

που χωρίζει και ενώνει τους δυο κόσμους;



ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ


Αλεξανδρινή μου Υπατία

(άνοιξη του 416 μ.Χ.)


Τι αντιθέσεις, τι ειρωνεία Αλεξανδρινή μου Υπατία!

Τι τραγική κατάντια στις γνώσεις σου ενάντια!

Στο όνομα του Ναζωραίου θυσίασαν τη σύνεση του ωραίου

κι έθαψαν μαζί σου τα ιδεώδη της ψυχής σου.

Μεγάλη Υπατία, σώφρων, ενάρετη.

Σκοπός σου οι γνώσεις, το δίκιο, η αρετή.

Με το θάνατό σου η ανθρωπότης πήρε τον κάτω δρόμο,

τρόμος και σκοταδισμός σκέπασε όλο τον κόσμο.


Πάσχα των Χριστιανών, Πάσχα μοιραίο,

φανατικοί κι αμόρφωτοι καλόγηροι

κάνουν το έγκλημα το φρικαλέο.

Στη θέση Καισαρεία,

παρά των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης

απάνω σου ξεχύθηκαν οι αθεόφοβοι κι αγριεμένοι.

Αχ, στοργική και Δελφική μου Υπατία!

Με τι ζήλο και για ποια αμαρτία

σε χτύπησαν με πέτρες, σίδερα και ξύλα

κι έγδαραν τη σάρκα σου με κοφτερά κοχύλια;

Τι αντιθέσεις, τι ειρωνεία της Ιστορίας!

Οι χριστιανοί, τώρα διώκτες της κάθε παλαιάς θρησκείας

πήραν εκδίκηση με αίμα, εξευτελίζοντας

το πάνσοφό σου πνεύμα.


Με τι ζοφερό μίσος, περιφέρανε τα διαλυμένα μέλη σου

κι ανάψανε φωτιά να κάψουν το σεπτό κορμί σου;

Πού βρήκανε οι βάρβαροι την όρεξη μες στη Μεγάλη Εβδομάδα

και στήσανε χορό μπροστά στις στάχτες όλοι αράδα;

Κι ας κατατάχτηκε στων Αγίων τη χορεία ο Κύριλλος, καμαρωμένος,

πάντα στο βαθύ τίποτα της αβύσσου θα είναι ξεχασμένος.

Κι ας σκορπίσανε τις στάχτες σου στους τέσσερις ανέμους,

το πνεύμα σου το ελληνικό θα μας κρατάει πάντα ενωμένους.


Προδομένη και τραγική μου Υπατία!

Δεν ήσουν μάγισσα, ούτε του σατανά η θυγατέρα.

Ήσουν η θράκα, η ζεστή, η τελευταία των Ελλήνων η μητέρα.

Ήσουν μια αχτίδα από τον ήλιο που λάμπει εκεί πέρα,

ήσουν η Ελλάδα της αρχαιότητας,

η   Ε λ λ ά δ α   π ο υ    θ α γ υ ρ ί σ ε ι   κ ά π ο ι α   μ έ ρ α.




Ιωάννης Μποζίκης

Στον παθών τη Λύσσα - 2007

Α΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ 2005

ΤΗΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΕΝΩΣΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ


Μάτια μου απέραντα


Μάτια οκνά, που βγαίνουνε δειλά δειλά στο φως

κι άξαφνα γεμίζουν την ημέρα.

Μάτια ολόαφρα με τσίμπλες φορτωμένα,

που στάλα στάλα αντικρίζουνε

μέσα απ' την λάμψη μιας αχτίδας

την άπλετη του ήλιου δόξα.


Μάτια νωπά από την πρωινή ψιχάλα ραντισμένα

και με τα βλέφαρα μισάνοιχτα δροσοπλημμυρισμένα.

Μάτια σαν αίμα ολοπόρφυρα

και μεθυσμένα στο κατάτυφλο σκοτάδι.

Μάτια στεγνά, που σέρνει ο αγέρας και βυθίζει

σε τάφο αδειανό, εκεί που ο πόθος φτερουγίζει.


Μάτια ολόδειλα και ντροπαλά,

που αντικρίζουν μ' ένα ξέσπασμα κελαηδιστό και αιφνίδιο

το βλέμμα μιας γυναίκας όμορφης και άπλερης

σ' ένα κορμί παρθενικό και όρθιο.


Μάτια ολόαγνα ,στο δίκαιο μπολιασμένα,

που αντιστέκονται στη δόξα,

στο χρήμα και στην καταραμένη βία.

Μάτια λυσίπονα, βαρειά λησμονημένα,

που αγάπησαν τους γνησίους τους θεούς

στα αξεδιάλυτα και φονικά σκοτάδια

κι ακόμα καλοσύνη και χαρά εμπνέουν

μες στους φρικτούς καιρούς που ζούμε.



Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016





Λευκός Περίπατος


Με λίγο τοπίο μέσα στα χέρια μου

έπλασα τα μάτια, την μύτη, το στόμα σου.

Ήξερα πως δεν ήταν

η ανέλπιστη συνάρθρωση του προσώπου σου,

ο τερπνός άνεμος του ονείρου μου,

που απλώνετε στα ματόκλαδα σου.

Από τα πράγματα της βαθιάς γοητείας

Θα μπορούσα να προσπεράσω τον θάνατο

για μια καινούργια εξόρμηση.

Στο κατώφλι της εσπέρας

αυτό θα ήταν απανεμιά,

απαλός περίπατος στα δέκα δάκτυλά μου.

Ίσος σε αυτή την αδιάκοπη απουσία

θα έπεφτα αθόρυβα σαν πούπουλο

στη διαύγεια της ανυπαρξίας μου.

Όταν τα σημάδια είναι σαφή

απόφυγε την παρενόχληση των λουλουδιών

και κλειδαμπάρωσε γερά την πόρτα.

Κι άφησε τον θάνατο να γρατζουνίσει επίμονα τον σύρτη.

Για πείτε μου εσείς, τη στην ευχή κάνω

με λίγο τοπίο μέσα στα χέρια μου;

Και πως ο άνεμος κατάφερε να με στριμώξει

στα όνειρα του δυόσμου;

Κάρδια μου, μην αγγίζεις αυτά τα χέρια μου,

πολύ εύκολα θρυμματίζονται.

Ξεκόβουν από τον έρωτα,

χρόνο με τον χρόνο...



ΜΠΟΖΙΚΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ

Στο Μάτι του Θανάτου

Αθήνα - 2016


Οπός θανάτου



Μια, μια ανέβηκαν στο λεωφορείο

κι ήτανε όλες μαυροφορεμένες.

Είχαν το ίδιο φόρεμα.

Είχαν το ίδιο βάψιμο των μαλλιών,

τα ίδια μάτια, τα ίδια φρύδια και το ίδιο ύψος.

Και δεν τις ξεχώριζες καθόλου,

παρά μόνο από τις πολύχρωμες γόβες τους,

που διαφέρανε.

Και είχαν όλες ένα βλέμμα παγερό,

σαν να μην είχαν επαφή με το χρόνο,

σαν να μην ήταν πλάσματα αυτού του πλανήτη

και σαν να βγαίνανε μέσα από μια μαύρη οπή.

Κι εγώ ήμουν ο μοναδικός άντρας

μέσα σ' αυτό το λεωφορείο.

Και με κοιτούσανε όλες παράξενα.

Και αυτή, που καθότανε μπροστά μου

και αυτή, που στεκότανε στο βάθος

δίπλα στην πόρτα του λεωφορείου,

καθώς κι αυτή, που έγερνε το κεφάλι της

προς το παράθυρο,

αλλά κι αυτή, που είχε σταυρώσει τα χέρια της

και έσφιγγε επίμονα τα χείλη της.

Και παρατήρησα, ότι το λεωφορείο δεν είχε οδηγό.

Περιέργως, μια από αυτές τις μαυροφορεμένες

με τις πράσινες γόβες είχε πάρει

τη θέση του οδηγού.

Κι εγώ δεν την είχα καθόλου αντιληφθεί στην αρχή.

Όπως και δεν είχα αντιληφθεί ότι είχε

το πρόσωπό της γυρισμένο προς τα μένα,

ενώ, το λεωφορείο κυλούσε ομαλά στην πορεία του.

Δεν καταλάβαινα πώς τα κατάφερνε άψογα,

με το βλέμμα της συνέχεια καρφωμένο επάνω μου.

Το ύφος του προσώπου της είχε

κάτι το πολύ ενοχλητικό σε βαθμό να με τρομάζει.

Και το λεωφορείο δε σταμάτησε.

Δε σταμάτησε στην πρώτη στάση,

δε σταμάτησε στη δεύτερη,

δε σταμάτησε στην τρίτη,

αλλά εξίσου και σε όλες τις άλλες στάσεις.

Και εγώ ήμουν όπως σας είπα και προηγουμένως

ο μοναδικός άντρας μέσα σ' αυτό το λεωφορείο.

Τα ρούχα μου δεν ήταν σκούρα

και δεν είχα μαύρα φρύδια,

δεν είχα μαύρα μάτια με ολόμαυρους κύκλους,

μήτε το δικό τους ύφος.

Και φορούσα ένα κόκκινο γιλέκο

με ένα γαλάζιο πουκάμισο

και το παντελόνι μου ήταν μπλε χρώματος

και τα παπούτσια μου μαύρα.

Πιο μαύρα κι από τα φορέματά τους

και τα μαύρα τους φρύδια

και τα μαύρα τους μάτια

με τους ολόμαυρους κύκλους.

Εκείνες, δεν κουράστηκαν να με παρατηρούν

και τα βλέμματά τους είχαν καρφωθεί

πάνω στο κόκκινό μου γιλέκο,

στο γαλάζιο μου πουκάμισο

και στα μαύρα μου παπούτσια.

Κι εγώ, φοβισμένος προσπάθησα να τις αποφύγω.

Να αποφύγω το διαπεραστικό τους βλέμμα,

να αποφύγω τα μαύρα τους μάτια

με τους ολόμαυρους κύκλους.

Και έτσι, πάτησα το πρώτο κόκκινο κουμπί

για να σταματήσει το λεωφορείο.

Και αυτό δε σταμάτησε.

Και το πάτησα για δεύτερη φορά

και δε σταμάτησε και πάλι.

Και τότε, πάτησα για τρίτη φορά

το δεύτερο κόκκινο κουμπί

και πάλι το λεωφορείο δε σταμάτησε.

Δε σταμάτησε στην εικοστή τέταρτη στάση,

δε σταμάτησε στην εικοστή πέμπτη στάση

όπως και σε όλες τις επόμενες στάσεις.

Και αυτές, όλο και με κοίταζαν επίμονα.

Κυρίως εκείνη, που είχε τα χέρια της σταυρωμένα

και έσφιγγε επίμονα τα χείλη της

αλλά κι εκείνη, που είχε ακουμπήσει

το κεφάλι της στο παράθυρο

όπως κι εκείνη, που ήτανε μπροστά μου ακριβώς.

Και το λεωφορείο όλο και κατηφόριζε,

λες και έπεφτε από τον ουρανό,

λες κι ήταν ατελείωτος ο κατήφορος,

λες και είχαν περάσει ώρες,

λες και είχαν περάσει μέρες, εβδομάδες, μήνες.

Και αυτή, που οδηγούσε, είχε συνέχεια

το κεφάλι της γυρισμένο προς τα πίσω.

Κι είχε το ίδιο βλέμμα, που είχε από την αρχή.

Και με τρόμαζε κοιτώντας με παράξενα.

Και φώναξα για να με κατεβάσει.

Και φώναξα μια και φώναξα δυο

και φώναξα πολλές φορές.

Και δεν ακούστηκα από αυτή

αλλά ούτε κι από αυτές,

που με παρατηρούσαν επίμονα

καθώς κι από αυτές που ήταν ακριβώς μπροστά,

πίσω, δεξιά κι αριστερά μου.

Και μ' άκουσε μόνο η γυναίκα μου,

που διέκρινε μέσα στη νύχτα

ένα πρώτο μου αναστεναγμό,

που διέκρινε ένα δεύτερο, ένα τρίτο

και ένα τέταρτο στη σειρά,

ενώ, εγώ κατηφόριζα με ταχύτητα

σε ένα άγνωστο τοπίο.

Και δεν είχε σταματημό το λεωφορείο.

Και αυτές άρχισαν περιέργως να γελάνε,

να γελάνε μαζί μου

για το κόκκινό μου γιλέκο,

για το γαλάζιο μου πουκάμισο

και για τα μαύρα μου παπούτσια.

Κι έπειτα άρχισαν έναν τρελό χορό.

Και ήθελαν να με πάρουν μαζί στο γλέντι τους.

Και εγώ αντιστάθηκα.

Και αντιστάθηκα μια και αντιστάθηκα δυο

και αντιστάθηκα τρεις και τέσσερις φορές.

Και αντιστάθηκα σ' αυτή,

που είχε τα χείλη της επίμονα σφιγμένα

και σ' αυτή που φορούσε τις κόκκινες γόβες

και καθόταν δίπλα μου

αλλά και σ' αυτή, που με κοίταζε επίμονα

από τη θέση του οδηγού.

Και τότε ήταν, που αντιλήφθηκα τη γυναίκα μου,

που προσπαθούσε να σταματήσει το λεωφορείο

για να ανοίξει την πόρτα.

Και δεν τα κατάφερε με την πρώτη

και δεν τα κατάφερε με τη δεύτερη

και δεν τα κατάφερε με την τρίτη

και τέταρτη φορά.

Κι όμως αισθάνθηκα το χέρι της να μ' ακουμπάει

κι αφέθηκα στη δύναμή της.

Κι αυτές όλο και γελούσαν,

γελούσαν παράξενα

με τα παράξενα μαύρα φρύδια τους,

με τα παράξενα μαύρα μάτια τους,

με τους παράξενους μαύρους κύκλους

των ματιών τους.

Κι αφέθηκα στη δύναμη της γυναίκας μου,

που με τραβούσε προς τα έξω

και τα κατάφερα και άνοιξα την πόρτα

και βγήκα έξω μετά από την πρώτη,

δεύτερη και τρίτη προσπάθεια.

Και τότε παρατήρησα ότι το λεωφορείο

ακριβώς στο πλάι έφερνε

μια αδιευκρίνιστη επιγραφή.

Μια λέξη με εφτά γράμματα.

Μια λέξη, που ξεκινούσε πρώτα με το «Θ»,

συνέχιζε με το «Α» και τελείωνε με ένα «Σ» τελικό.

Και δε διακρινόταν το τρίτο, το τέταρτο,

το πέμπτο και το έκτο κατά σειρά γράμμα της.

Και η λέξη αυτή δεν έμοιαζε

ούτε με το «ΘΑΝΑΣΗΣ», ούτε με το «ΘΑΛΕΡΟΣ»,

αλλά ούτε και με το «ΘΑΛΑΜΟΣ».

Κι αμέσως μετά βρέθηκα μες στο δωμάτιό μου

και τότε αντιλήφθηκα ότι το φως ήταν αναμμένο

και έπαιζε και η τηλεόραση.

Και διέκρινα στην οθόνη, ένα λεωφορείο.

Ένα λεωφορείο, που κατηφόριζε,

λες και έπεφτε από τον ουρανό.

Κι ήταν ατελείωτος ο κατήφορος,

λες και είχαν περάσει ώρες,

λες και είχαν περάσει μέρες, εβδομάδες, μήνες.

Μάλλον είχανε σπάσει τα φρένα του

και αυτό δεν είχε σταματημό.

Και το κοίταζα περίεργα, σαν να το γνώριζα,

σαν να το είχα δει κάπου και πολύ πρόσφατα.

Και ήταν η γυναίκα μου δίπλα μου

και με κοίταζε παράξενα

σαν να μην γνώριζε το λεωφορείο,

που ή ίδια προσπάθησε να σταματήσει.

Και αυτό έπεσε.

Κι έπεσε με την πρώτη, μέσα στη θάλασσα.

Και άκουγα τις φωνές, τις φωνές αυτών,

που προσπαθούσαν να σωθούνε.

Κι ήταν όλες γυναίκες,

με μαύρα φορέματα μαύρα φρύδια, μαύρα μάτια

και μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια τους.

Και δεν τις ξεχώριζες καθόλου

παρά μόνο από τις πολύχρωμες γόβες τους.

Και είχαν όλες πάνω στην επιφάνεια του νερού

ένα βλέμμα παγερό, ένα βλέμμα νεκρικό

σαν να μην είχαν επαφή με το χρόνο,

σαν να μην ήταν πλάσματα αυτής της γης

και σαν να ταξιδεύανε

από μια παράξενη μαύρη οπή

προς μια άλλη σκοτεινή και άγνωστη.

Και περιέργως το λεωφορείο έπλεε πάνω στο νερό

και στην ορατή του πλευρά έφερνε

μια αδιευκρίνιστη επιγραφή.

Σαν κάπως μια λέξη με εφτά γράμματα

που τα είχα δει κάπου και πολύ πρόσφατα.

Μια λέξη, που ξεκινούσε

με δύο γράμματα «Θ» και «Α»

και τελείωνε με ένα «Σ» τελικό.

Και δεν διακρινόταν το τρίτο,

και δεν διακρινόταν το τέταρτο,

το πέμπτο και το έκτο κατά σειρά γράμμα της

και η λέξη αυτή δεν έμοιαζε

ούτε με το «ΘΑΝΑΣΗΣ», ούτε με το «ΘΑΛΕΡΟΣ»

αλλά ούτε και με το «ΘΑΛΑΜΟΣ».




Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016


Στη Μιλού, το λατρεμένο μου σκυλί,που γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1995 στη Σαρωνίδα Αττικής και έζησε χαρισάμενα 15 χρόνια και 4 μήνες μαζί μου, στο κτήμα μου στην Κρωπία Αττικής, και πέθανε από άγνωστη αιτία στις 8 Απριλίου του 2010 και ώρα 09.45 π.μ. και ενταφιάστηκε την ίδια ημέρα στο βορειοδυτικό τμήμα του κτήματος αυτού. Αυτή η προσπάθειά μου δεν είναι παρά ένας δίκαιος φόρος τιμής στην αλησμόνητη μνήμη του.

Επιτάφια στήλη

( για μια πιστή και ακούραστη φίλη )


Αλήθεια, πόσο θα ήθελα, ποτέ να μην είχα δει

αυτήν την ημέρα, που όλα τα σκοτώνει,

ποτέ να μην είχα ζήσει αυτήν την Πέμπτη,

που θα μου μείνει για πάντα

αιματοβαμμένη πένθιμη.

Ναι, στων γηρατειών τα δίσεκτα χρόνια,

που τόσο θανατερά σε σημάδευαν

τρικύμιζε η αρρώστια, η θλίψη,

η οδύνη κι ίσως ο φόβος σου!

Κι εσύ εκείνο το πρωινό

τρύπωσες για τελευταία φορά

στην αγκαλιά μου σαν να ήσουν

κυνηγημένο και φοβισμένο

από γεράκι μικρό πουλί.

Και ξάφνου θόλωσε όλο το βλέμμα σου

και λύθηκε ως ορειχάλκινο πεπρωμένο ο θάνατος

μέσα από τα ελίσια μάτια σου.

Η θανατηφόρα αυτή κραυγή σου,

που ξεχύθηκε απ' τα σκοτάδια του ερέβους

φαρμάκωσε την ψυχή μου

και στέγνωσε τα αίμα μου!

Αχ, Μιλού, πόσο θα ήθελα, ποτέ να μην είχα δει

το στερνό δρόμο του θανάτου, που πήρες

μέσα από αυτό το μαύρο βογγητό

και την πελαγωμένη ματιά σου!

Ναι, αγαπημένο κι ευγενικό μου σκυλί,

υπάκουή μου φίλη, που ποτέ δε με στεναχώρησες,

μισώ τη μέρα που σε πήρε από εμένα,

την ώρα, που σε κοίμισε μες στον βαθύ τον τόπο,

το χώμα, που τώρα σε σκεπάζει

και τα εκδικητικά μακάβρια σκουλήκια,

που θα πάρουν ζωή μέσα από τη σάρκα σου

και θα σε πονέσουν!!

Μισώ κι εμένα τον ίδιο, που ήμουν ανίσχυρος

να σε σώσω από του Κέρβερου τα φιδίσια δόντια.

Ενώ εσύ, πάντα αφοσιωμένη

με υπερασπίστηκες όλη σου τη ζωή!

Υπερασπίστηκες τα αγαθά μου, την περιουσία μου!

Μ' αγαπούσες, με πονούσες,

με προστάτευες, με περίμενες

και ζούσες με την καρδιά ενός καλού ανθρώπου

δίχως μίσος, υποκρισία, αχαριστία και ματαιοδοξία.

Μαζί σου, μόνο ένα χάδι πήρες, το τελευταίο,

το ανέσπερο χάδι του τρεμάμενου χεριού μου

καθώς ταξίδευες για την αιώνια εκείνη βρύση.

Τι ευτυχία να χάνεσαι

στο θλιβερό απόφωνο της πρωινής καμπάνας

και στην ηλιοτρόπια αγκαλιά

ενός αγαπημένου φίλου!

Θα έχω άραγε κι εγώ την ίδια τύχη

όταν θα μπω στο θλιβερό σταθμό μηδέν

να νιώσω το ίδιο ανάλογο τρεμάμενο φιλικό χάδι;

Είχες ψυχή Μιλού, πραγματική κι αληθινή ψυχή

κι ας λεν ότι οι ουρανοί

ειν' εφτασφράγιστοι για σένα!

Αναμφισβήτητα, ένα μικρό κομμάτι αιωνιότητας

στον παραμυθένιο κήπο του Ουρανού

θα το κατέχεις!

Τώρα στην ανοιχτή και βορεινή αγκαλιά

του ύπνου σου, κάτω από τις πικροδάφνες,

τις μπουρνελιές και τις ροδιές του κτήματος σου

(διότι πάντα δικό σου το θεωρούσα),

όπου κοιμάται η σωρός σου,

ξεκουράζονται όλα τα πουλιά των Λαμπρικών,

πετούν οι μέλισσες και οι πεταλούδες,

παίζουν τα χελιδόνια, χτίζουν τις φωλιές τους

και πίνουν νερό μέσα από τα δοχεία σου,

που τα έχω πάντα γιομάτα!

Πηγαινοέρχεται και η φίλη σου η χελώνα

ψάχνοντας μάταια να σε βρει,

μες στον άνεμο και του Άδη όλα τα σκοτάδια

και κλαίει, κλαίει για να την ακούσεις!

Κι εγώ, απελπισμένος καλώ το νερό,

που σε δρόσισε,

τον αγέρα, που σε έθρεψε,

τον ήλιο, που σε ζέστανε,

τις φυλλωσιές των δέντρων, που σ' αποσκίασαν

και το φεγγάρι, που σε φώτισε

όλες αυτές τις νύχτες,

να μου πουν μερικά λόγια

για τα κρυφά βήματά σου

πέρα από τ' αμπέλια και τους γαλάζιους ορίζοντες.

Πραγματικά είχες ψυχή Μιλού, ευγενική ψυχή,

ήσουν έξυπνη, πανέξυπνη

και πάντα έτοιμη για το ύψιστο ανέβασμα

του χελιδονιού!

Είχες δύναμη και τόλμη

δίχως τη φονική σκληρότητα του ανθρώπου,

αξίες δίχως ελαττώματα, τόσες πολλές,

που πολλοί άνθρωποι θα τις ζήλευαν, θα κοκκίνιζαν

και θα ντρέπονταν για την κατάπτωσή τους!

Σ' ευχαριστώ Θεέ μου,

που μου έδωσες την ευκαιρία

να γνωρίσω ένα τέτοιο άξιο σκυλί,

άξιο, όσο κι ένας ηθικός άνθρωπος!

Πώς λοιπόν ένα τέτοιο δημιούργημά σου

να μην ήταν λατρευτό από εμένα;;

Πώς να μην το θυμάμαι

και να μην δακρύζω για αυτό;

Και πώς να μην το τιμώ;;



Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου - 2016

Στον Pierre de Ronsard

και στη μούσα του Ελένη

Κι όταν τη νύχτα ο οδοιπόρος

χαμένος μέσα στα μονοπάτια

με φόβο ανοίγει ωχρός τα μάτια.

Γκαίτε

Στα έγκατα της νύχτας


Μοναχικέ διαβάτη δεν έχεις τίποτα

μα τίποτα να χάσεις

αν κάποια νύχτα

απ'το Μυστράκι σαν περάσεις.

Από αυτά, που θα δεις και θ' ακούσεις

τίποτα δε θα ξεχάσεις,

όταν μεσάνυχτα εδώ βρεθείς

και λίγο ξαποστάσεις.

Μη φοβηθείς από τα σκυλιά, που κλαίνε

κι ουρλιάζουνε τις νύχτες,

ή από τα σαρκοφάγα θηλαστικά,

τις κουκουβάγιες και τις νυχτερίδες.

Αυτός είναι ο κόσμος ο νυχτερινός

μέσα στα έγκατα της φύσης

και τίποτα δε μοιάζει με αυτά,

που έχεις συνηθίσει

στην καθημερινότητα της ζήσης.

Κι όταν δεις κάποιες σκιές

σκυφτά να προχωράνε στο σκοτάδι

ίσως να είναι ανθρώπων

με κουρασμένα πρόσωπα και χέρια,

που τρέχουν και γυρνάνε

στο σπίτι τους αργά το βράδυ.

Εκείνες της Αγγέλως, της Βασίλως,

της Φωτείνως και του Δημητράκη,

αλλά και του βουκολικού Νικάκου,

που μόλις θα 'κλεισε στη στάνη το κοπάδι.

Κι αν ακόμη δεις κάποια αδιάκριτη μορφή,

που να κρατάει ένα κρινάκι

και να κινείται αργά-αργά

σηκώνοντας ένα ξαφνικό αεράκι,

σιωπηλέ διαβάτη καθόλου μην τρομάξεις.

Ίσως να είναι εκείνη η ψυχή,

που 'χει αρκετό μεράκι

κι αρμενίζει μέσα στη μεγάλη ησυχία

σαν καταδιωγμένο από το φως γεράκι.

Κι όπως πλησιάσεις τα παραμορφωμένα δένδρα,

που τρεμουλιάζουνε από το δυνατό μαϊστράλι,

σαν να ζητάνε απεγνωσμένα

μια ευλογία νυχτερινή από του Θεού τα χείλη,

ευγενικέ διαβάτη κοίτα να βρεις

μέσα στις φυλλωσιές

εκείνη την πανάρχαια κουκουβάγια,

που άλλοτε σε κοιτάει

σαν αγνό παιδί με μάτια βουρκωμένα

κι άλλοτε σαν ξεχασμένη θεϊκή μορφή

με μάτια προδομένα.


Μεσονύχτιε διαβάτη,

αν ξαφνικά ψηλώσει μια βοή

κι ένας αόρατος ιππέας

καβαλητά τη νύχτα διαπεράσει,

πάλι μη φοβηθείς.

Ίσως να είναι ο δολοφονημένος μοναχός,

που ακόμα για τον άνανδρο θάνατό του

ανακραυγάζει και μ'ένα άτι ολόλευκο

τρέχει στη νύχτα και τη διαταράσσει.


Μοναχικέ διαβάτη,

πάρε τη λύρα σου κι έλα στο δροσερό χορτάρι,

χάμω από τον αγιασμένο πλάτανο,

που κρύβει στα κλαδιά του το φεγγάρι

και με τις νύμφες να στήνουμε χορό,

να κάνουμε σεργιάνι

να τραγουδήσεις, απάντεχα

πάνω από' κείνο το βαθύ πηγάδι

τη νύχτα την αθάνατη

μες στο γυμνό κι άφωνο σκοτάδι.

Κι ακολουθώντας τη νυμφική βουή

μέσα σ' εκείνο το βαθύ πηγάδι,

ας κατεβείς ακόμη πιο βαθιά

στης σκοτεινής στεριάς τα βάθη

για να ποτίσεις την ψυχή σου με σιγή

και με αναρίθμητα της νύχτας άνθη.


Ω της νύχτας άνθρωπε!

Ας μην ξεχνάμε,

αργά τη νύχτα στο μυαλό μας

τρέλες τριγυρνάνε.

Τ'αμύριστα, τ'άχρωμα,

τ'ασχημάτιστα λουλούδια

είναι τα ομορφότερα

και στο απόλυτο σκοτάδι ανθίζουνε.

Ας μην ξεχνάμε περασμένα μεσάνυχτα

παράξενους ρυθμούς ακούμε.

Μια άρπα ηχεί μακριά

από την ασύλητη Πλειάδα

και με κραυγές σιωπής,

για κάποια γερασμένη Ελένη

ακόμα εξαίσια τραγουδά

ο ταλαντούχος και κωφός Ronsard.



Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου


Πουθενά


Πουθενά η αγάπη,

η ανοιχτή πόρτα

με την αγαπημένη σφικτή παλάμη,

τα καλοσυνάτα γαλάζια μάτια

και το ηλιοβασίλεμα της χαράς.

Και πουθενά να κουρνιάσει

η απεριόριστη και πολλαπλή αμαρτωλή ψυχή μου.

Παντού ανωνυμίες αγγέλων

με όνειρα σκυθρωπά

και μελωδίες μοναξιάς και λησμονιάς.

Ολούθε, μαραμένες ανεμώνες

σωριασμένες στις οπές του πουθενά.

Απόμεινα αυτός, που βλέπετε,

μια ατέρμονη σιωπή

στη σκιά των αγαλμάτων.

Κουρασμένος από τις υλικές επιθυμίες,

απόμακρος, μπερδεμένος, απροσπέλαστος

και υπαρξιακά σχεδόν πεθαμένος.




Ιωάννης Μποζίκης

Στο Μάτι του Θανάτου