Μην επιδιώκεις να συνδιαλέγεσαι με κατώτερους


ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ (5)

POÉSIE EN LANGUE GRECQUE (5)

YUNAN DİLİNDE ŞİİRLER (5)



Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος ιδιωτικού ή μεταφρασμένου έργου με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα και του μεταφραστή.


Το τραγούδι της Οχρίδας

Ποιητικός διάλογος

του Ιωάννη Μποζίκη

Έκδοση 2006

Συνολικά δώδεκα αποσπάσματα διάλογων του ποιήματος έχουν μελοποιηθεί από τον μουσικοσυνθέτη Μιχάλη Αρχοντίδη το 2008


Μια φεγγαρόφωτη Αυγουστιάτικη νύχτα απλώνεται στα γαλήνια νερά της πανέμορφης λίμνης Οχρίδας. Εκεί, στην παραλιακή πόλη των πονεμένων κι απελπισμένων ποιητών, Στρούγκα (Struga), κάτω από τις θρυλικές γέφυρες του Μαύρου Δρίνου, μεσάνυχτα ακριβώς, εμφανίζεται απλωμένη, ανάμεσα στεριάς, ποταμού και λίμνης μια πανέμορφη γυναίκα, η Οχρίδα, η θεά Οχρίδα. Γυμνή, ξαπλωμένη ανάσκελα, αναγαλλιάζει, βυθισμένη στην αθωότητά της, τόσο βαθιά όσο η λίμνη κι όσο ο έρωτας κι η νύχτα, η λήθη κι ο θάνατος. Απάνω στη γέφυρα, ένας ονειρικός ποιητής, μορφή αχανής και μακρινή, φαίνεται να την παρακολουθεί, πολύ βαθιά κι αυτός, σφίγγοντας με το ένστικτο του ωραίου, τα χείλη του.

Κάτι σαν αεράκι πολύ μακρινό και ανεπαίσθητο, αστραπιαία, ξυπνά τις ψυχές τους. Και κάτω από το νυχτερινό και ανοιχτό φως της Σελήνης, παίρνει σχήμα και ξετυλίγεται με ταχύτητα ψυχής, ένας δυνατός διάλογος, δια στεναγμών και φόβου με εμβάθυνση τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Δώσε το χέρι σου


Ποιητή! Ακριβέ μου, εσύ!

Δώσε το χέρι σου να τ' ακουμπήσω

στα βουβά μου στήθια.

Η νύχτα, απόψε, θα είναι χωρίς προορισμό,

θα είναι δυο κλωνάρια νυχτολούλουδου

σκαλωμένα στο φως του φεγγαριού,

μία οδύνη, που φέρνει φως

μέσα από την ομίχλη.

Μια δροσερή νύχτα,

θα μας ξαναγεννήσει σαν δυο κορμιά,

στη μουντή απεραντοσύνη

της μεγάλης μου διάστασης.

Και εγώ, θα σε περιμένω στη σιωπή

της αγριοτριανταφυλλιάς

για να με σφίξεις με τα δυνατά σου χέρια

και να με σύρεις

στην τρεμάμενη νύχτα που αρμενίζει.

Ακριβέ μου, εσύ!

Μια κίνησή σου περιμένω,

καταδεχτική χειρονομία στη νύχτα

για να γεμίσεις την απέραντη μοναξιά μου.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Τούτος ο Αύγουστος


Οχρίδα μου, τι έχεις κι αναστενάζεις

μέσα σ' αυτή τη νύχτα,

μέσα στον Αύγουστο

με τ' ανυπότακτα μαλλιά σου;

Πόσο βαθύς ο αναστεναγμός σου απόψε

όταν ακούω το ψιθυρητό της νύχτας,

τη βοή του νερού,

που λύνεται στην αγκαλιά σου;

Άκουσα, ότι τίποτα δεν πρέπει

να ταράζει τις καλλίγραμμες λεπτομέρειες

της έναστρης νύχτας.

Ακριβώς για να μη φοβηθούν τ' άστρα,

για να μη φοβηθεί το θαυμάσιο σου γέλιο.

Ναι, τούτος ο Αύγουστος

είναι η μοναδική παρηγοριά μου,

μέσα στο δρόμο των αστεριών.

Έλα! Μίλησέ μου

για τη γέννηση και τη ζωή!

Μίλησέ μου για τον έρωτα και το θάνατο,

πριν καλά-καλά το φεγγάρι

τελειώσει τον κύκλο του!

Και παραχώρησέ μου μία δίοδο

για να μπω στη φιλόξενη νύχτα σου

και να ξεκουραστώ στις εκβολές

των γαλήνιων νερών σου!

Ήρθα για να ξαναγεννηθώ

στη δροσερή νύχτα

της ανοιχτής καρδιάς σου,

για να βρω τις παλιές μου προσδοκίες,

κομματιάζοντας τις απαισιόδοξες στιγμές

του μαρασμού.

Τα νεκρά μου χέρια

δεν άγγιξαν όπως θα 'πρεπε τη ζωή

κι αυτή πέρασε άδεια και μεθυστική

πάνω στη διαδρομή των αστεριών.

Τώρα, στις δικές σου εκβολές,

ψάχνω το δροσερό καλοκαίρι,

που θα φέρει τον ξαναερχομό μου.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Τέσσερις λέξεις


Ακριβέ μου ποιητή, εσύ!

Έλα εδώ, να ξαναγεννηθείς

στα ολόγιομα όστρακα

των γαλήνιων νερών μου.

Απόψε κι εγώ λαχτάρησα εσένα!

Είμαι η δροσερή λίμνη,

το βαθύ αίνιγμα των νερών.

Στην αγκαλιά σου,

θα μιλήσω για τις τέσσερις εποχές,

τη γέννηση, τη ζωή,

τον έρωτα και το θάνατο,

για τις τέσσερις λέξεις,

που σημαδεύουν τα κορμιά μας.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Έναστρη νύχτα


Οχρίδα μου, μοναδική!

Συνηθίζω να γράφω λόγια

πάνω στις αμμουδερές εκβολές σου,

για να εκφράσω το χαμόγελό σου,

τη διαρκή ηχώ της φωνής σου.

Βλέπεις, τώρα, πρέπει να μάθουμε σωστά

να συγχρονίζουμε τις καρδιές μας,

να ισορροπήσουμε την αντοχή μας

μέσα στην έναστρη νύχτα,

που μας αγκαλιάζει.

Εγώ, ερευνώ τη γέννηση και τη ζωή

τον έρωτα και το θάνατο,

όπως και τον αδικαιολόγητο πόνο

αλλά και τον μαρτυρικό φόβο,

που αυξάνεται καθώς βαδίζω προς το θάνατο.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Γιατί ο φόβος του θανάτου;


Ποιητή μου!

Γιατί ο φόβος του θανάτου

να χειρονομεί μέσα στ' ακύματα νερά μου;

Για μένα, η κάθε νύχτα είναι ακίνητη

κι ο θάνατος που σου προκαλεί φόβο,

δεν απειλεί τις φλέβες

και τον χτύπο της καρδιάς μου.

Εγώ, δεν περιμένω την έσχατη επίσκεψη,

την αόρατη, που δεν έχει ήχο και χρώμα.

Βλέπεις, περιμένω διαφορετικά πράγματα,

διαφορετικά χρώματα,

όπως τη διαστολή της στιγμής

στο ορατό στόμα μου,

για να σβήσω

την ακατέργαστη επιθυμία σου.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Δίχως όρια


Οχρίδα μου, στοργική!

Στα χέρια σου

ξαφνικά αισθάνομαι παγιδευμένος.

Αισθάνομαι κενός και θολός

ανάμεσα στα πολλαπλά πρόσωπα,

που εναλλάσσουν τα γαλήνια νερά σου.

Αν δεν υπήρχε ο θάνατος,

ίσως να υπήρχε ένας άλλος τρόπος

να ανήκαμε στον ίδιο έρωτα,

να γυρεύαμε μέσα από το φως της νύχτας

χίλια πράγματα, δίχως οπτασίες,

να ταξιδεύαμε στην έλευση των καιρών

με δυο χείλια ενωμένα.

Και δίχως όρια,

να περιπλανιόμαστε

μες στο έρημο φως του φεγγαριού.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Στο εφήμερο της ζωής


Ποιητή μου!

Μην πληγώνεσαι άλλο!

Εσύ, με τα λίγα που έχεις,

είσαι το περιεχόμενο!

Και τι κρίμα για εμένα,

που με την τόση απεραντοσύνη μου,

με τα τόσα νερά των ποταμών μου,

να μην έχω

την εναλλασσόμενη ικανότητα

ν' αναπαυτώ μ' έναν τρόπο όμορφο

σ' αυτό το εφήμερο της ζωής,

που εσένα, τόσο καταστροφικά σε τρομάζει.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Τα σημεία των καιρών


Οχρίδα, σχήμα ερωτικό της νύχτας μου!

Η διαρκής ηχώ της φωνής σου,

το γαλήνιο σημάδι της εικόνας σου

με έφεραν πιο κοντά

στις σταθερές ρίζες της ζωής.

Τα μυθικά χέρια του έρωτά σου,

που με κρατούν με τόσο πάθος,

δεν ταξίδεψαν ποτέ

στις θολές γραμμές του φόβου.

Η απελπισία σου δε,

κάθε νύχτα ψάχνει το εφήμερο της ζωής

στα καθορισμένα σχήματα

του κενού χρόνου της εκπνοής μου.

Οχρίδα, ονειρεμένο θρέμμα της νυχτερινής νηνεμίας!

Σκύψε πάνω στο στήθος μου

και φίλησέ το

μ' όλη την εμπειρία των ονείρων σου!

Και σημάδεψε πάνω στο κορμί μου

με τα λεπτά περάσματα της εισπνοής σου,

τα αγαπημένα σημεία των καιρών!


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Αυτή η νύχτα


Ποιητή, αργυρό φεγγάρι μου, εσύ!

Μείνε κοντά μου απόψε!

Αυτή η νύχτα, που απλώνεται βαθιά

μες στο σκοτάδι,

κρύβει τα αληθινά μου μυστικά,

ταράζει σιωπηρά κι αθόρυβα

τη χειμερία νάρκη

των ερωμένων ποιητών.

Ο θάνατος, κουρελιασμένος

από τα ακροδάχτυλά μου,

θυμίζει κερί χωρίς φλόγα,

φόβο, που δεν είναι τίποτα.

Αναρωτιέμαι κι εγώ πολλές φορές,

αν μπορεί ένα τέτοιο πράγμα,

αόρατο και κρυφό,

να ταράζει την αντοχή μας,

να ταράζει την ερωτική μας ισορροπία;

Ποιητή μου!

Κράτα με απόψε

μες στις πελώριες φτερούγες σου

και υπερασπίσου με, με όλη σου τη ζωή!

Τώρα, στις εκβολές μου,

μπορείς ακόμα πιο δυνατά

να φωνάζεις την ηδονή που αιωρείται!

Και στα πυκνά φυλλώματα

των αγριοτριανταφυλλιών μου,

σκίσε και τα τελευταία κομμάτια του θανάτου,

που κυοφορούν στην παράξενη περπατησιά

των αναμνήσεών σου.

Εδώ, κοντά μου,

θα θυμάσαι μόνο τις αχνές λεπτομέρειες,

που χαράζουν τα παράξενα χρώματα

των ηδονών μας.

Και θα εισέρχεσαι,

ως ταξιδιώτης μεθυσμένος

μέσα στα ευωδερά μονοπάτια

της ερωτικής μου καρδιάς.

Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Το πέρασμα της ηδονής


Οχρίδα, ακριβή μου φίλη!

Ένα βάρος με αιματηρές χαρακιές,

αθόρυβα ταράζει

το πέρασμα της ηδονής μας.

Και τα κορμιά μας παραμορφωμένα,

κουβαλούν την αδικαιολόγητη απουσία

της άγριας νιότης.

Μόνο η επιθυμία μας

παραμένει αδιαχώρητο βίο,

που αλλάζει δέρμα

μέσα στο μεγάλο καιρό του χρόνου.

Οι δε οργασμοί μας,

μπερδεμένοι στη διαδρομή των αστεριών,

συγκρατούν τις αόρατες μάσκες

στα ζωγραφισμένα μάτια

των παγιδευμένων μας προσώπων.

Ναι! Στη συνουσία των αστεριών

εναποθέτουμε τους φόβους μας,

ψάχνοντας μέσα από τους

ακρωτηριασμένους μας πόθους,

τα αναπάντητα ερωτηματικά,

που ανειδοποίητα μας πληγώνουν.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Μια άλλη νύχτα


Ποιητή, πολυακριβέ μου, εσύ!

Σε λίγο, η έναστρη νύχτα

θα τελειώσει τη ζωή της.

Κι όμως, σ' αυτό το λίγο χρόνο που μας μένει,

πρέπει πολλά να γίνουν.

Εγώ, είμαι εδώ για να σ' αγαπήσω

στα ήρεμα νερά της νύχτας,

στην αντανάκλαση της Σελήνης.

Βλέπω την επιθυμία, να σπιθίζει

στο υποτακτικό σου κορμί.

Και αυτό να εισβάλλει

με την ερωτική του τραχύτητα

στις αναρίθμητες ρίζες της ηδονής.

Κι εγώ, δίχως όρια, να απογυμνώνομαι

στο γλυκό ανατρίχιασμα της γλώσσας σου,

αλλάζοντας χρώματα και σχήματα

πάνω στην ήρεμη πέτρα,

που αγκαλιάζει την κραυγή της συνουσίας.

Ποιητή μου!

Απόψε ένας άλλος έρωτας

θα ταξιδέψει έως εμένα,

μια άλλη νύχτα θα τελειώσει τη ζωή της.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Το μεγάλο κενό


Οχρίδα, γλυκή μου αγάπη!

Εδώ, πρέπει να μάθουμε να σιωπούμε·

να συγκρατούμε τη θλίψη μας,

κλείνοντας τα μάτια στο χρόνο.

Η μακρινή ρωγμή της νύχτας,

φτιαγμένη με τα φιλιά μας,

θα νοσταλγεί πάντα τη μέρα της γέννησης,

το μεγάλο κενό, που περπατάει

στο αντίστροφο στερέωμα του φεγγαριού.

Ναι! Εκεί, άκουσα το τραγούδι της σιωπής,

που γλιστρούσε στα τρυφερά μέρη του κορμιού σου

για να εξαντληθεί στο κατώφλι

του καλά διατηρημένου Σύμπαντος.

Οδυνηρή η νύχτα αυτή,

δίχως ελπίδα για ένα τέλος!

Οδυνηρή κι η αντανάκλασή της,

δίχως ελπίδα του θανάτου!


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Σταγόνες ανακούφισης


Ποιητή μου, μαργαριτάρι μου, εσύ!

Το άδειο, που υπήρχε ανάμεσά μας,

ήταν η απουσία μας

και τίποτα δε μας συνάντησε

πίσω από τα συρματοπλέγματα των αστεριών.

Ούτε καν η απιστία μας,

που συντρίφτηκε κι αυτή

στην αντανάκλαση των υδάτων.

Εγώ, ονειρεύτηκα την κληματαριά,

που εισχωρεί επίμονα

στις φυλλωσιές των δέντρων,

τραγουδώντας την Αυγουστιάτικη νύχτα.

Αλήθεια, στον έρωτά μας

πόσο μακρινός στάθηκε ο άλλος κόσμος

και πόσο ο θάνατος μας ξέχασε;

Τώρα, που η νύχτα νικήθηκε

στο φως των ηδονών

κι η λίμνη στέρεψε στις καρδιές μας,

εγώ, καρτερώ τα όσα από εσένα αγάπησα,

καρτερώ τη φωνή σου,

τις σταγόνες ανακούφισης,

που μέθυσαν τις αμμουδερές όχθες

των εκβολών μου.

Ακριβέ μου, ποιητή!

Απόψε, η νύχτα

θα αφήσει τα όνειρα στα ποιήματα.

Κι ο θάνατος και τα νυχτολούλουδα

θα θυμούνται, πως κι εγώ,

η Λίμνη, αγάπησα.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Σε νύχτα ποιητών


Οχρίδα, αψεγάδιαστη, εσύ!

Στη σιωπηλή ακρογιαλιά σου

τραγουδώ την ανακύκλωση τ' Αυγούστου.

Με την αναπνοή μου ανασκαλεύω

τ' ανάγλυφα στολίδια της ψυχής σου.

Συμφωνίες νερών διαφεύγουν δροσερά

στη χαραγμένη φαντασία της σιωπής,

που καθορίζει τη γλυφή ζωή σου.

Ανυπότακτα, ανταλλάζουμε

τους κύκλους των ονείρων μας

και οι ψεύτικες αλήθειες

τρεμοπαίζουν στην άνοδο

και στην κάθοδο των καιρών,

ανακατεύοντας το ψυχικό αίμα

στις θωπείες της φωτιάς.

Μήτε οι ικεσίες της φλόγας,

θα προσκυνήσουνε το φως,

που μέλλεται να δούμε.

Μπορεί και μια απλή φυλλωσιά,

να πέσει σε ύπνο γλυκασμού

για να κραυγάζει τη λύπη μας.

Εγώ, θα κοιμηθώ

εκεί, που δεν άκουσε κανείς

τις πατημασιές των απόβροχων αισθημάτων.

Οχρίδα, απόψε χάνομαι

σε νύχτα ποιητών!

Χάνομαι με δάκρυα πουλιών,

σε ένα παιχνίδι ερμηνειών,

που κλείνει τη ζωή μου.


Η λίμνη Οχρίδα, λέει:

Λίγο ακόμα


Ποιητή, αιώνιο φως μου!

Με τα τελευταία ακροδάχτυλα τ' Αυγούστου

προσπαθώ να σκορπίσω

τα δάκρυα φόβου

που κερώνουν την ψυχή σου

-σιωπηρό λήθαργο εναγκαλισμού.

Προσπαθώ να σε κρατήσω

με ό,τι όμορφο απομένει από τον έρωτά μας

-κηλίδα αιώνια παραμυθιού.

Μένουν μόνο τα δάκρυα του φεγγαριού

για να ξανακτίσουν

τα άδυτα των ψυχών.

Λίγο ακόμα και θα φέξει

και ο έρωτας, θα περάσει

τραγουδώντας γονατισμένος,

το τρελό τραγούδι, στη θλιμμένη Λίμνη.

Ο θάνατος, γλυπτό πουλί,

θα ανοίγει τα φτερά του,

μουρμουρίζοντας επιτάφιους ψυχών.


Αντιφωνεί, ο ποιητής:

Ένα παιχνίδι ερμηνειών


Οχρίδα, φιλική μου καρδιά!

Ο έρωτας πέρασε.

Πέρασε, σαν ένα σύννεφο

μέσα από αυτή τη νύχτα!

Κι εμείς τι άραγες να τρυγήσαμε

από όλη αυτή τη νύχτα;

Έρωτα; Χίμαιρες; Θλίψη; Ματαιότητα;

Κι όμως, εγώ, σε ένα παιχνίδι ερμηνειών πίστεψα

κι ένα παιχνίδι ερμηνειών περίμενα...



Και θα μας διώξουν

από την γη σε λίγο,

θέλημα Θεού.



Εαρινή Επανάσταση

Τετράλογη Ραψωδία

του

Ιωάννη Σωτ. Μποζίκη


έκδοση 2004


( Έξι αποσπάσματα από αυτήν τη ραψωδία μελοποιήθηκαν

από τον μουσικοσυνθέτη Δημήτρη Χατζή το 2004 )


Απόσπασμα από τον πρώτο λόγο


Λογίων ανάβασις και αναίμακτος λυτρωμός



Γη μου, ας γίνει λοιπόν

η λύτρωσή σου πραγματικότητα

κι ας ξεχυθούνε άνθη απόκρημνα

από τα δροσερά σου έγκατα,

έως ολοκληρωθούν κι οι πιο τρελές

και απίστευτες ακόμα προφητείες

απλώνοντας την ευωδία σου

μέχρι των σπλάχνων μου τις αρτηρίες.


Ω φύση όμορφη κι απέραντη,

από τον άνθρωπο αλυσοδεμένη

κι από τις καταχρήσεις του

βαθιά ταπεινωμένη!

Ήρθε η μέρα για λύτρωση,

ήρθε η ώρα για ξεσηκωμό

και δεν τ' αντέχεις άλλο

να κάθεσαι δεμένη στον άθλιο βωμό.


Εμπρός λοιπόν πεύκα κι έλατα

θρεμμένα από τη λάμψη του ήλιου

αλλά και δοξασμένα

με τη χάρη και την ευχή του θείου.


Εμπρός χλωρίδα της στεριάς

και του υποθαλάσσιου χώρου,

που δεν γνωρίσατε μήτε στοργή,

μήτε κι ανθρωπιά καθόλου

και ζήσατε με κλάματα στα μάτια

να πέφτουνε στην άβυσσο του πόνου.

Εμπρός και πάλι

για έναν αγώνα δοξασμένο

για να ξεφύγετε

από το παρελθόν το καταπονημένο.

Και με τ' άνθη των φυτών,

που θα μαζέψτε,

της άνοιξης το λυτρωμό

στ' απόκρημνα της γης χορέψτε.

Και με τον ρόδων τ' αγκάθια

τη γη μας θωρακίστε

καθώς τον άναρχο ρυθμό

που λούζεται ο άνθρωπος

στην άβυσσο να πνίξτε.


Ω γη μου!

Δεν έχει πια εμπιστοσύνη ο άνθρωπος

ούτε και γίνεται

πιστός της φύσης φίλος.

Εδώ κι αιώνες τώρα

αλληλοσφάζεται

για να υποδουλώσει τη φυλή του,

κατασπαράζοντας

ακόμα και τη γη που κάθεται

μέχρι και την εξαφάνισή του.


Ω μητέρα γη

ολόαγνη και πονεμένη

κι από την μέθη των ανθρώπων

μέχρι τα κόκαλά σου τσακισμένη!

Εμπρός λοιπόν στείλε μηνύματα

σκορπώντας άνθη αμέτρητα κι ατέλειωτα.

Στείλε μηνύματα

σε λόφους, σε βουνά,

σε κάμπους, σε κοιλάδες,

σε λίμνες, θάλασσες και σε ακρογιαλιές

κι ακόμα στα απόμακρα νησιά του Αιγαίου

λουσμένα ολημερίς

από τις αχτίδες του ήλιου,

ότι σε λίγο

σε καμένη γη θα ζούνε

οι αφιλότιμοι κι άσπλαχνοι

που τη μάνα γη περιφρονούνε.


Άνθρωπε ανόητε!

Η μυροβόλα γη που κάθεσαι

και που ένας δοσμένος αγέρας αιώνια σμίλεψε,

ο Δίας σου την προίκισε

για να φυλάς τη βασιλειάδα των φυτών

που ο ίδιος τόσο αγάπησε και πόνεσε.

Αλλά εσύ αυτό τ' αδάμαστο θεριό

που τυγχάνεις ακόμα

άνθρωπος να ονομάζεσαι,

αιφνίδια ψηλά στον Όλυμπο ανέβηκες

το Δία τον πατέρα σου να διώξεις.

Κι όπως το είπες, το 'κανες.

Έτσι για πάντα ο Δίας

τη γη του εγκατέλειψε

κι αφού σε μια πηγή

της ξενιτιάς κατέληξε,

η σάρκα σου η βρωμερή,

γυμνή αλλά και άψυχη

στ' απύθμενα βάθη του σκοτεινού

κι ανόητου μυαλού σου βούλιαξε.

Στη συνέχεια άλλον Θεό αγάπησες

κι αφού περάσαν δυο χιλιάδες χρόνια

και με το νέο σου Θεό βαρέθηκες

τον πούλησες στον Άδη και αυτόν

για μερικά αργύρια.


Ω φύση απέραντη

κραταιή και δοξασμένη

και από τα θεία

με ρυθμούς νανουρισμένη!

Αυτός είναι ο άνθρωπος

ένας ανόητος,

από τα λάθη των θεών

στη γη φερμένος,

που εδώ και χρόνια τώρα

εις βάρος σου

και κάτω από τη σιωπηλή

κι αφηρημένη υπομονή σου,

τη διαλυμένη σάρκα του

στον ίσκιο της σιωπής σου καθρεφτίζει

και με την άμυαλη ορμή του

αδιάκοπα κι ολάκερα την γαλουχίζει.


Και σεις πλάσματα ζωντανά

μ' αισθήματα καθάρια και ολόαγνα,

πουλιά του ουρανού

κι άγρια θηρία,

εξαγριωμένα από το αίμα

κι από τη βία,

ψάρια της θάλασσας και ερπετά

τα μάτια να φεγγοβολούν ολάνοιχτα,

μη λησμονείτε την πράξη των φυτών

και τρέξετε δώστε τους βοήθεια.

Ιερός είναι ο αγώνας που αρχίσανε

κι ηρωικά σταθείτε στο πλευρό τους.

Διότι και σεις

χωρίς της φύσης τ' αγαθά

πρέπει να ξέρετε και να γνωρίζετε

ό,τι του ανθρώπου

το ίδιο τέλος θα 'χετε.


Και έτσι όλοι μαζί

ας κάνουμε μια προσευχή,

μέχρι βαθιά στους ουρανούς

να φτάσει μια ολόγλαυκη ευχή.

Και τους θεούς

ως σύμμαχους να τους καλέσουμε,

αφού τον ουρανό

με άστρα πλημμυρίσουμε.

Κι ολοένα και δυνατά

με μια βροντή οργίων

ας φωνάξουμε προς τ' αγέρι που φυσά

με τη δύνη των νεφρών.

"Ω παντοδύναμοι τρανοί θεοί

μες τη δόξα μυροβόλητοι κι ιεροί

κι εσείς θεές μεγάλες και σεβαστές,

με βροχή και χαλάζι φορτωμένες!

Μην αφήσετε τούτη τη φύση και τη γη,

που ακόμη φεγγοβολάει

μες στο πέλαγος νεκρή

να πέσει με τις ομορφιές της

στα χέρια αυτού του πλάσματος,

που λέγεται άνθρωπος

και δεν διστάζει να την καταστρέψει.

Δείξτε οργή με συννεφιές,

Πλημμύρες και βροχές,

βροντές και κεραυνούς

κι ανέμους δυνατούς.

Ίσως και φοβηθεί

κι αλλάξει διαγωγή

και λίγο φρονιμέψει.

Και πέστε του όσο βαθιά

στους ουρανούς και αν έχει ταξιδέψει,

ποτέ τα θεία των θεών

δεν θα μπορεί να τα κυριέψει".



Ce turban sur mon front! Ce sabre à mon côté !

Allons ! ce cheval, qu' ou le selle !

VictorHugo


Σήκω λαέ, σήκω


Σήκω λαέ της Μεσοποταμίας, σήκω

να δείξεις το παράδειγμα στο λύκο,

πώς πολεμάνε για τη λευτεριά,

πώς πολεμάνε για το δίκιο!


Σήκω λιονταρόψυχε λαέ, σήκω

να δείξεις, πως τα παλικάρια σου βαστάνε,

να δείξεις των χεριών τη γροθιά

και πως οι μεσοποτάμιοι τη γη τους αγαπάνε!


Απόρθητα τα φρούριά σου,

μπροστά στα βλήματα, που σε ταράζουν.

Του Ευφράτη και του Τίγρη ανδραγαθιά,

εγκληματίες και δειλοί δε σε πλησιάζουν!


Κι η άνανδρη επίθεση

ποτέ δε σε φοβίζει.

Ο διάβολος του ολέθρου

σε αντρειεύει και σε ερεθίζει!


Σήκω μικρέ λαέ, σήκω

να δει κι η Οικουμένη,

πως η ελευθερία είναι πολύτιμη

και στη Μεσοποταμία, δεν είν' καθόλου ξεχασμένη!




Ιωάννης Μποζίκης

Στων Παθών τη Λύσσα

Αθήνα - 2007

ISBN:978-960-930193-0



Τραγουδώ την ειρήνη

κι όλα γύρω γελούνε,

και μαζί τραγουδούνε

άνθη, ζώα, πουλιά.

Δ. Μανθόπουλος


Στο παράθυρο της Ειρήνης


Τα μεγάλα περιστέρια

θα σαλπάρουν

αν τους δώσει η Ειρήνη το σύνθημα.

Στην άμμο θα αφήσουν

τα λόγια της κακίας και του μίσους

και θα πετάξουνε προς το μεγάλο δένδρο,

που στάζει ήλιο

και φωτίζει μ' ελπίδα

όλο το πρόσωπο της γης.




Ιωάννης Μποζίκης

Στων Παθών τη Λύσσα

Αθήνα - 2007

ISBN:978-960-930193-0



Ως πανάρχαιος Γιλγαμές


Βλέπω τα μεγάλα πουλιά του σκότους

να βγάζουν από τα ράμφη τους φωτιά.

Θ' ανοίξουν τα φτερά τους

και θα πετάξουν πάνω από τη γη της Δημιουργίας

για να κάψουν τα λιβάδια και να ξηράνουν τα νερά.

Έπειτα θα χύσουν τα κόκκινα όξινα δάκρυά τους

και θ' αμολήσουν τον Ουράνιο Ταύρο

πάνω από την απόρθητη πόλη του πολέμαρχου Εν Λουγκάλ,

που αντιστέκεται και θ' αντιστέκεται

ως αρχαίος Σουμέριος,

ως πανάρχαιος Γιλγαμές

στο ίδιο άγριο θηρίο,

στο αιώνιο, Χουμπάμπα.




Ιωάννης Μποζίκης

Στων Παθών τη Λύσσα

Αθήνα - 2007

ISBN:978-960-930193-0


"Ubi solidudinem faciunt pacem appellant"

Tacitus


Για πάντα διαγραμμένη


Χριστός γεννιέται σήμερα

εν τη Βηθλεέμ την πόλη.

Ανθρώπους σφάζουνε με όνειρα

στην Παλαιστίνη όλη.

Βρυχάται από τα Τάρταρα

μια σάλπιγγα τρελή δαιμονισμένη.

Κανόνια και τουφέκια βάρβαρα

πυροβολούν μια ανθρωπότητα απελπισμένη.

Κι οι ουρανοί αγάλλονται

χαίρε, χαίρε η φύσις όλη,

στην Αραπιά αυτοθυσιάζονται,

στις Αφρικές πεθαίνουνε από πανώλη.

Γαλήνιος έρχεται κι ο Θεάνθρωπος

σαν τίποτα να μη συμβαίνει.

Ο πλούσιος καταντάει πιο μισάνθρωπος

κι ο άπορος από την πείν' αργοπεθαίνει.

Κάποιο ξυπόλυτο χτυπάει την πόρτα μας

αλλά εμείς σκληρά την έχουμε αμπαρώσει.

Δεν θέλουμε τη δυστυχία δίπλα μας,

παρακαλούμε γρήγορα να ξημερώσει.

Κι η Ειρήνη, κάθεται στα βάθη μιας σπηλιάς

εκεί όπου την έχουμε σφικτ' αλυσοδεμένη.

Αν και στα σπλάχνα της κρατάει ακόμ' ένα κλαδί ελιάς,

εμείς οι αδιάφοροι την έχουμε για πάντα διαγραμμένη.

Χριστός γεννιέται τα μεσάνυχτα, ώρα μεγάλη!

Κανείς όμως δεν νοιάζεται για λίγη αδελφοσύνη.

Κανείς δεν νοιάζεται μέσα σ' αυτή τη μεθυσμένη ζάλη

να ελευθερώσει, Εσένα, αγαπημένη μου, Ειρήνη.


Ιωάννης Μποζίκης

Στων Παθών τη Λύσσα

Αθήνα - 2007

ISBN:978-960-930193-0