Εις την ανάγκη και οι θεοί πείθονται απεγνωσμένοι. 

Μεταφράσεις κειμένων

Traductions des textes

 Metin çevirisi


Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμιά διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας απαγορευτικής των προσβολών της. Κατά το Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (που έχει κυρωθεί με το Ν. 100/1975), απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος ιδιωτικού ή μεταφρασμένου έργου με οποιοδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του συγγραφέα και του μεταφραστή.

Αυτό το ποίημα είναι αφιερωμένο στα αθώα παιδιά του πολέμου που σκοτώθηκαν για τα βρόμικα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες τρίτων καθώς και για τα παιδιά που έμειναν ανάπηρα και ορφανά.


Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;


Ποίημα του

İSMAİL KARASU

(Ισμαήλ Καράσου)

Μεταφραστική προσέγγιση από τα Τουρκικά

     ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ



Έκανες ενοχλητικά όνειρα για τις νεκρές θάλασσες;

Μας στέρησες την άνοιξη και έφερες τον χειμώνα;

Μήπως μάδησες τα φτερά ενός νεογέννητου πουλιού;

Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;


Τσεκούρωσες, τραυμάτισες με τα αγγελικά σου χέρια ένα δένδρο;

Με την υποκρισία σου, προκάλεσες διχόνοια;

Μήπως του ορφανού, του άπορου το δίκιο καταπάτησες;

Πόσα άτομα έχεις σκοτώσει;

Πόσες τράπεζες έχεις διαρρήξει;

Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;


Έβαλες αλάτι στις πληγές, που αιμορραγούν;

Μήπως κρέμασες χιλιάδες αθώους ανθρώπους;

Ποιανού άγια και όσια αναθεμάτισες και έβρισες;

Ποια ειρήνη, ποιο δίκαιο, ποια ελευθερία καταπάτησες;

Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;


Κατασκεύασες κανόνια, πυρηνικά όπλα;

Αμόλησες τις βόμβες σου στα κράτη;

Κήρυξες πολέμους και έκανες επιδρομές;

Με εκείνο το αθώο σου βλέμμα τι τρόμο προκάλεσες;

Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;


Στραβός αυτός ο κόσμος, άτακτος και αιματοβαμμένος.

Από τη μύτη σου βγαίνει το νερό που πίνεις κι ο αέρας που ανασαίνεις.

Φτώχεια και πείνα ζυγώνουν τη γειτονία σου.

Αμήχανος κι αμέτοχος είναι ο κόσμος γείρω σου

κι ας τρέχει ποτάμι το αίμα σου...

Ω, παιδί μου, εσύ τι έκανες;




STANCES DE JEAN MOREAS

ΣΤΡΟΦΕΣ TOY ZAN ΜΩΡΕΑΣ


Μετάφραση: Ιωάννης Μποζίκης



Μα, πότε θα μπορέσω, εγκαταλείποντας τις άχρηστες φροντίδες

Και την κοινή ενόχληση της φοβερής μου πόλης,

Ν' αναγνωρίζομαι μέσα στα δάση, στις νωπές κρυψίδες,

Στη νηνεμία των γιαλών και των νερών της λίμνης όλης!


Αλλά, μάλλον, στους αιγιαλούς σου θα 'θελα να ονειρευτώ,

Τερπνή κοιτίδα, θάλασσα των πρώτων ημερών,

Θαλασσοπούλιων στεναγμούς ν' αφουγκραστώ

Κι ο αφρός στο κύμα σου, να 'ναι δροσιά των οφθαλμών.


Αχ! Ο πρόωρος χειμώνας, δεν έχει τίποτα για να του γίνω λάτρης;

Όλα του Απρίλη τ' αγαθά, για τα καλά έχουν ξανεμιστεί,

Δεν έδρεψα του φθινοπώρου όλους τους βότρυς

Και τ' άφθονα τα στάχυα μου, έχουνε ήδη θεριστεί.



Η καρδιά της μάνας

Ποίημα του Jean Richepin



Μια φορά κ' έναν καιρό, ένας κακομοίρης και κατσούφης,
αγαπούσε μια κοπέλα, που τον είχε σήκω-κάτσε του χεριού της.

Και του λέει η κοπέλα μ' ένα ψεύτικο φιλί:
- Την καρδιά της μάνας σου να φέρεις, να ταΐσω το σκυλί!!

Κι αυτός τρέχει προς τη μάνα, την σκοτώνει με ορμή,
την καρδιά της ξεριζώνει και αφήνει χάμω το κορμί.

Κι όπως τρέχει, μια πέτρα τον τινάζει, τον πετά
με της μάνας την καρδούλα, να κυλάει, να γρικά.

Κι απ' το κύλα, κύλα, κύλα, η καρδιά όλο θρηνούσε
και την άκουγε ο νιος κι απ΄ τον φόβ' ολοβογκούσε.

Και του λέει η καρδούλα μες στον πόνο και το κλάμα χαλασμού:
- Γιόκα μου επόνεσες; Είμ' η μάνα σου, το απόσκεπο αγκαλιασμού!!!


Jean Richepin
(1849-1926)
Μεταφραστική προσέγγιση από τα γαλλικά
Ιωάννης Μποζίκης


Στους βροτούς


Ποίημα του Cahit Külebi 

(Τζαχίτ Κιουλεμπί, 1917-1994)

Μετάφραση από τα Τουρκικά

Ιωάννης Μποζίκης



Όλοι σας θα πεθάνετε

και χωρίς ντροπή

θα ανεβείτε στα θεϊκά υψώματα.

Οι ψυχές σας θα σας εγκαταλείψουνε

και θα ταφείτε στο χώμα.

Τα σκουλήκια, τα έντομα

με πάθος θα ορμήξουν επάνω σας.

Άδεια θα μείνουν τα χέρια σας

και τις φωτογραφίες σας

κανείς δε θα τις κοιτάει.

Οι ερωτικές σας αναμνήσεις

σαν τον καπνό θα διαλυθούν.

Οι ωφέλιμοι, οι διάσημοι κι οι σπλαχνικοί

δε θα περάσουνε

από τη συνοικία σας.

Δεν θα υπάρχουν πια τα μάτια σας

για να μπορείτε να βλέπετε τον κόσμο.

Δεν θα υπάρχουν το χάδι,

το γέλιο κι οι συνομιλίες.

Ανύπαρκτοι, θα κολυμπάτε

μέσα σε μια καταιγίδα.

Αργά-αργά θα σαπίσετε ...



Zadig ou la destinée

de Voltaire


(1747)

O Zαντίγκ ή το πεπρωμένο

του Βολταίρου


Μεταφραστική προσέγγιση

του Ιωάννη Μποζίκη



Ο ΤΥΦΛΟΣ


Κεφάλαιο 1ο


Την εποχή του βασιλιά Μοαβδάμ, στην Βαβυλώνα, υπήρχε ένας άνθρωπος, που τον ονόμαζαν Ζαντίγκ. Ήταν προικισμένος με μια φυσική ομορφιά και με μια ιδιαίτερη μόρφωση. Αν και πλούσιος και νέος, ήξερε καλά πώς να δαμάσει τα πάθη του. Δεν επιθυμούσε αξιώματα, δεν προσπαθούσε να αποδείξει σε τρίτους ότι έχει πάντα δίκιο και ήξερε να σέβεται τις αδυναμίες των άλλων ανθρώπων. Με το υπέρμετρο πνεύμα, που τον διακατείχε, δεν παρασυρόταν σε χλευασμούς, σε αδέξιες αποφάσεις, σε άτεχνα και άσεμνα αστεία μέσα στην οχλοβοή, που ονόμαζαν «Βαβυλώνιες συνδιαλέξεις». Μόλις από το πρώτο βιβλίο του Ζωροάστρη είχε μάθει, ότι ο τίμιος έρωτας είναι ένα φουσκωμένο μπαλόνι, που αναδίδει θύελλες όταν κατατρυπιέται. Ο Ζαντίγκ δεν περιφρονούσε τις γυναίκες και δεν έδειχνε καμία επιθυμία να τις υποτάξει. Επίσης δεν φοβόταν να βοηθήσει ακόμα και τους αχάριστους. Σ' αυτό το σημείο ακολουθούσε πάντα πιστά το ρητό του Ζωροάστρη, που έλεγε «όταν τρως δώσε και κάτι στα σκυλιά για να μη σε δαγκώσουν.» Ήτανε απίστευτα σοφός, όσο δε θα το φανταζόταν κανείς και πάντα αναζητούσε να ζήσει ανάμεσα σε σοφούς ανθρώπους. Μορφωμένους με τις επιστήμες των αρχαίων Χαλδαίων, δεν αγνοούσε τους φυσικούς νόμους, όπως ήταν γνωστοί την εποχή εκείνη. Γνώριζε επίσης και την μεταφυσική των περασμένων αιώνων, δηλαδή με λίγα λόγια, λίγα πράγματα. Όμως, ήταν πεπεισμένος, ότι ο χρόνος είχε 365 ημέρες και ¼ της ημέρας. Με αυτήν την άποψή του βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τις φιλοσοφικές θεωρίες της εποχής του. Κι όταν οι αστρολόγοι μάγοι, προσβλητικά, προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι είχε λανθασμένα συναισθήματα πιστεύοντας ότι ο ήλιος περιστρεφόταν γύρω από τον άξονά του κι ο χρόνος είχε δώδεκα μήνες και με τις απόψεις του αυτές πρόσβαλε το κράτος, εκείνος σιωπούσε δίχως να δείχνει κάποιο θυμό. Ο Ζαντίγκ, με τα μεγάλα πλούτη και με τους πιστούς του φίλους, έχοντας και μια καλή υγεία, ένα χαριτωμένο πρόσωπο, ένα δίκαιο και μετριοπαθή πνεύμα, μια ευγενική και ειλικρινή καρδιά, νόμιζε ότι θα μπορούσε να είναι και ευτυχισμένος. Παντρεύτηκε λοιπόν τη Σεμίρα, η οποία με την ομορφιά, την καταγωγή και την περιουσία της, ήταν η πιο περιβόητη γυναίκα της Βαβυλώνας. Ο Ζαντίγκ είχε δεθεί με αυτήν αγνά και γερά και η Σεμίρα ανταποκρινόταν σε αυτόν τον δεσμό με το ίδιο πάθος του φίλου της. Είχανε φτάσει δε σε σημείο να ενωθούν και επίσημα, όταν μια μέρα περιφερόμενοι και οι δυο τους στις Πύλες της Βαβυλώνας, κάτω ακριβώς από τους φοίνικες, που διακοσμούσαν τις όχθες του Ευφράτη, είδανε ξαφνικά να καταφθάνουν προς το μέρος τους άτομα οπλισμένα με σπαθιά και βέλη. Αυτά τα άτομα ήταν οι δορυφόροι σωματοφύλακες του νεαρού Ορκάν, που ήταν ανιψιός του πρωθυπουργού της χώρας και ο οποίος κακομαθημένος από τους Συμβούλους του, νόμιζε, ότι όλα τού είναι επιτρεπτά. Αυτός δεν είχε καμιά από τις χάρες και του αρετές του Ζαντίγκ. Αυτή η ζήλια του, που προέρχονταν από τη ματαιότητά του, τον έσπρωξε μέχρι και να επιδιώξει να ερωτευτεί τρελά τη Σεμίρα, κι έτσι έβαλε σκοπό να την απαγάγει. Οι απαγωγείς λοιπόν την άρπαξαν με βία και την τραυμάτισαν σοβαρά, κάνοντας να χυθεί αίμα από αυτό το πλάσμα, όπου μόνο η παρουσία του, θα είχε καταφέρει να δαμάσει όλες τις τίγρεις του όρους Ιμάϊς των Ιμαλαΐων. Εκείνη αντιστεκόταν διατρυπώντας τους αιθέρες με την οιμωγή της και φώναζε «Αγαπητέ μου σύντροφε, με αποσπούν από σένα, που λατρεύω» και έδειχνε να μην ενδιαφερόταν προσωπικά για τον κίνδυνο, που διέτρεχε η ίδια, και σκεφτόταν συνεχώς τον Ζαντίγκ της. Αυτός, τη στιγμή εκείνη, την υπερασπιζόταν με όλες του τις δυνάμεις, όπως αρμόζει σ' έναν ερωτευμένο ιππότη με αξίες. Με την επικουρία δε των δύο σκλάβων του, κατάφερε να διώξει τους απαγωγείς και να την μεταφέρει λιπόθυμη και ματωμένη στο σπίτι της. Εκεί, όταν συνήλθε, είδε τον απελευθερωτή της και του είπε το εξής «Ζαντίγκ μου, σε αγαπούσα σαν σύζυγο, τώρα όμως θα σ' αγαπάω σαν ένα άτομο στο οποίο θα χρωστάω τη ζωή μου.» Δεν υπήρξε ποτέ καρδιά πιο ερωτευμένη από αυτή της Σεμίρας, ποτέ στόμα πιο θελκτικό, που εξέφρασε τέτοια συναισθήματα με λόγια φλογερά, που ενέπνευσε το ύψιστο συναίσθημα, την πιο τρυφερή μεταφορά και την πιο θερμή. Το τραύμα της ήταν ευτυχώς ελαφρύ και θεραπεύτηκε γρήγορα. Ο δε Ζαντίγκ ήταν τραυματισμένος επικίνδυνα. Ένα βέλος τον βρήκε στο αριστερό του μάτι και του είχε κάνει μια βαθειά πληγή. Η Σεμίρα παρακαλούσε τους θεούς να θεραπεύσουν το φίλο της και τα μάτια της ήταν μέρα-νύχτα δακρυσμένα. Περίμενε τη στιγμή, που ο Ζαντίγκ της θα απολάμβανε το φως του. Αλλά ένα απόστημα, που δημιουργήθηκε στο μάτι του την κατατρόμαξε, και αμέσως έστειλε υπηρέτες και σκλάβους στη Μένφιδα, για να καλέσουν τον Μέγα θεράποντα Ερμή, ο οποίος κατέφθασε με όλη την ακολουθία του. Επισκέφτηκε τον ασθενή, τον εξέτασε και διέγνωσε ότι θα έχανε οπωσδήποτε το φως του. Ο Μέγας θεράποντας, μεταξύ άλλων, προείπε κιόλας, με ακρίβεια παρακαλώ, την ώρα και την ημέρα, που θα συνέβαινε αυτό το μοιραίο χτύπημα στον άτυχο Ζαντίγκ και πρόσθεσε δε το εξής «Εάν ήταν το δεξί του μάτι θα το είχα θεραπεύσει, αλλά οι πληγές του αριστερού ματιού είναι αθεράπευτες.» Όλη η Βαβυλώνα παραπονέθηκε για το πεπρωμένο του Ζαντίγκ, ενώ ταυτόχρονα, θαύμαζε την ευστοχία, την ακρίβεια και το πνευματικό βάθος της ιατρικής επιστήμης. Αλλά ευτυχώς, δύο μέρες αργότερα, δια θαύματος, το απόστημα εξαφανίστηκε και ο Ζαντίγκ θεραπεύτηκε. Ο δε Μέγας θεραπευτής Ερμής είχε ήδη καταφέρει να γράψει ένα ολόκληρο ιατρικό δοκίμιο, υποστηρίζοντας τις απόψεις του στο ότι ο Ζαντίγκ ποτέ δεν θα εύρισκε το φως του. Ο Ζαντίγκ τον αγνόησε και δεν μπήκε καν στον κόπο να διαβάσει την άστοχη ιατρική έκθεσή του και μόλις έγινε καλά κατευθύνθηκε στη Σεμίρα του, που βρισκόταν στην εξοχή τις τελευταίες ημέρες. Στη διαδρομή πληροφορήθηκε ότι η πανέμορφή του κυρία, επειδή είχε μια απάθεια στους τυφλούς, τον εγκατέλειψε άρρωστο και αποφάσισε να παντρευτεί το νεαρό Ορκάν, το ίδιο κιόλας βράδυ της γνωμάτευσης του Μέγα Ερμή. Μπροστά σ' αυτήν την είδηση, ο Ζαντίγκ έπεσε ξερός και ο πόνος τον έριξε στο κρεβάτι. Έμεινε αρκετό καιρό άρρωστος, αλλά στο τέλος η λογική του υπερνίκησε τη θλίψη του και η ωμότης για όλα αυτά, που σκεφτόταν του χρησίμευσαν στο να τον παρηγορήσουν και πρόσθεσε «Εφόσον καθάρισα πλέον με ένα τέτοιο σκληρό καπρίτσιο μιας γυναίκας μεγαλωμένης στην αυλή, τώρα πια, πρέπει να παντρευτώ μια απλή συμπολίτισσα.» Κι έτσι διάλεξε την Αζορά, την πιο σοφή και την πιο καλογεννημένη της Βαβυλώνας. Την παντρεύτηκε και έζησε ένα μήνα μαζί της, απολαμβάνοντας τις πιο τρυφερές χάρες της. Μόνο, που παρατηρούσε σε αυτή μια υπερβολική ελαφρότητα και μια τάση στο να θεωρεί μόνο τους ωραίους και γεροδεμένους να έχουν πνεύμα και αρετή.

Οι φτωχοί περιμένουν από το θάνατο την αντεκδίκηση των στερήσεών τους. Τον σκέφτονται και τον βλέπουν σαν ένα λυτρωτή, που θα τους απελευθερώσει από τη δυστυχία και την αθλιότητα. Το θέμα αυτό επεκτείνεται και σε πνευματικούς ορίζοντες όπου ο φτωχός σε αντάλλαγμα των στερήσεών του περιμένει από το Θεό να του επιτρέψει να προσέρχεται στις υπερφυσικές αξίες. Ο θάνατος είναι η τελευταία ελπίδα των φτωχών, αλλά και των βαθιά σκεπτόμενων ανθρώπων, που παρενοχλούνται από τη μεθυστική έννοια του απείρου και δεν ικανοποιούνται με τις γήινες αξίες.

Ο θάνατος των φτωχών

Ποίημα  του Charles Baudelaire


Μετάφραση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης




Είναι ο θάνατος που παρηγορεί και μας δίνει τροφή,

Είναι ο σκοπός της ζωής κι είν' η μόνη ελπίς,

Μας μεθάει και μας πάει στην κορυφή

Και μας δίνει ψυχή για το βάδην νυχτίς.


Στην παγωνιά, στο χιονιά και στην κακοκαιρία.

Είναι του μαύρου μας ορίζοντα η παλλόμενη ευκρίνεια.

Είναι το πανδοχείο το περίφημο εγγεγραμμένο στα βιβλία

Όπου θα καθόμαστε και θα τρώμε με σαφήνεια.


Είναι ένας Άγγελος, που κρατάει στα δάκτυλά του τα μαγνητικά

Τον ύπνο και τα ονειρεμένα δώρα τα εκστατικά

Και στρώνει το κρεβάτι στους φτωχούς και στους γυμνούς.


Είναι η δόξα των θεών κι η μυστική σοφίτα η ωραία,

Η υποτροφία του αξιολύπητου κι η πατρίδα του η αρχαία.

Είναι η ανοιχτή στοά στους άσημους τους Ουρανούς.



Ω, φίλε μου!

Ποίημα του Jean- Paul Mestas

( 1925-2013 )

Μετάφραση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης



Από τα πράγματα, που πρέπει να γνωρίζεις.

Ω, φίλε μου! Κράτα μόνο αυτά:

Γεράσαμε νωρίς μέσα

σ' αυτή την ανεκπλήρωτη εξορία

η οποία φαίνεται να επανέρχεται

με υπέροχες ανακτήσεις και με ανύποπτα θαύματα.


Το να πεθαίνεις είναι πράγματι να πεθαίνεις

παρά να επιβιώνεις ξεχνώντας

αυτά που έθρεψαν τις νύχτες

μιας μυθικής επαρχίας

ή κι ενός άθικτου αρχέγονου;


Πιστέψαμε ότι ήμασταν εκπληκτικοί.

Πιστέψαμε στην αγνότητα του πεπρωμένου,

διασκορπισμένοι, παραμορφωμένοι

και μετά, πιθανώς κι εξαρτημένοι

από τους κομιστές πυρσών.


Όποιοι μιλούν εν ονόματί μας

πρέπει να τους ξεχάσεις,

πρέπει να τους απορρίψεις.

Μας δαγκώσανε την ψυχή.

Πήρανε όλες τις χορδές της δίψας μας

κι όλα τα κιθαροβασίλειά μας.


Ω, φίλε μου, κράτα μόνο αυτό:

Σήμερα δεν επιθυμούμε τίποτα

παρά μόνο να κοιμηθούμε ανώνυμοι.



Στον φίλο και ποιητή Ιωάννη Μποζίκη


Πολιτισμός


Δε θέρισα τ' απέραντο γαλάζιο

μήτε και κωπηλάτησα, μες στις γαλέρες,

εις τα περίχωρά μου έχω έναν κήπο

για 'ναν καλύτερο μισθό στις δύσκολές μου μέρες.


Με τα άγκιστρα των ακανθοειδών

ο Λίβας την έρημο ολοβοτανίζει

κι ο ήλιος αστυνόμος, πυροβολητής

του ουρανού, τα χαρτοπαίγνια ροκανίζει.


Παντού υπάρχουνε απατεώνες

ακόμα και με υπέροχα μπινέττα,

είναι και σκάπτες κηπουροί δια λίσγου,

επίσης και βοσκοί με κλαρινέτα.


Είδα ψαράδες με πιρόγες

να σκαπανούν βόλους της γης,

κλώνια κορασίδων με φρεσκάδα

να υπόσχονται την αφθονία της ζωής.


Στον κήπο μου έχω ένα φωλίτη

για να μπορεί να ωοτοκεί το Πάσχα στα κρυφά,

στον κήπο μου έχω και μία οινοχόη

για να ποτίζομαι, ως άνθος ποιητής, γλυκά, ξηρά, στυφά.


Michel Martin de Villemer

Μετάφραση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης


Μικρές φωνές


Μες στις φωνασκίες των φιλοπόλεμων

και στις εκκωφαντικές κλαγγές του χρυσού,

μες στις κενόδοξες κραυγές των εμπόρων

και στις ωρυγές των σειρήνων των ασθενοφόρων.


Μες στον αυξανόμενο θόρυβο των πολιτικών

και την αναστάτωση των μικρών και μεγάλων οθονών,

μες στις ρητορικές θύελλες των θεολόγων

και στην σπαρακτική σιγή του ανύπαρκτου έρωτα,


δοκιμάστε,

έστω για μία φορά

τη μικρή φωνή ενός ποιήματος.



Francis Dannemark

" Une fraction d'éternité "

Ένα κλάσμα αιωνιότητας (2006)

Μετάφραση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης


Μετά


Δεν θα επανέρθουμε.

Οι πέτρες γνωρίζουν το γιατί

επίσης και οι άδειες ημέρες

στις οποίες θα έχουμε ακούσει

μόνο τις κραυγές της σιωπής.


Πού είστε εσείς,

που μας παρατηρήσατε

στα όρια της λήθης;


Το ποτάμι της περιφρόνησης

ίσως να κρατάει την απάντηση...



Jean-Paul Mestas

Automnal 2007

Φθινοπωρινό 2007

Μεταφραστική προσέγγιση

από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης


Ο χρόνος που απομένει


Ποίημα του Serge Regiani

                                                                         ( 1922-2004 )

Μετάφραση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης




Πόσος χρόνος...

Πόσος χρόνος ακόμα...

Χρόνια, ημέρες, ώρες... πόσος;

Όταν το σκέπτομαι η καρδιά μου κτυπάει δυνατά...

Η πατρίδα μου είναι η ζωή.

Πόσος χρόνος...

Αλήθεια πόσος;


Αγαπώ τόσο τον χρόνο που απομένει...

Θέλω να γελάσω, να τρέξω, να κλάψω, να μιλήσω

και να δω και να πιστέψω,

να φωνάξω, να φάω, να κολυμπήσω,

να αναπηδήσω, να παρακούσω, να απειθήσω...

Δεν τελείωσα ... Δεν τελείωσα ακόμα...

Θέλω να πετάξω , να τραγουδήσω ,να φύγω ,να ξαναφύγω

να υποφέρω ,να αγαπήσω...

Λατρεύω τόσο τον χρόνο που απομένει...


Δεν ξέρω που γεννήθηκα και πότε...

Ξέρω μόνο ότι δεν είναι πολύ καιρός

κι ότι η πατρίδα μου είναι η ζωή.

Επίσης ξέρω απ'όσα έλεγε ο πατέρας μου

ότι ο χρόνος είναι σαν το ψωμί

και πρέπει να τον κρατώ και για αύριο.


Έχω ακόμα ψωμί...

Ακόμα χρόνο, αλλά πόσο;

Θέλω να παίξω ακόμα...

Θέλω να γελάσω πελώρια βουνά από γέλια,

Θέλω να κλάψω χείμαρρους από δάκρυα,

να πιω καράβια ολόκληρα γεμάτα κρασί,

κρασί από την Bordeaux και από την Ιταλία

και να χορέψω, να φωνάξω, να πετάξω, να κολυμπήσω.

Ναι να κολυμπήσω σε όλους τους ωκεανούς.

Δεν τελείωσα... δεν τελείωσα ακόμα ...

Θέλω να τραγουδήσω,

θέλω να μιλήσω μέχρι το τέλος της φωνής μου...

Αγαπώ τόσο αυτόν τον χρόνο που απομένει...


Πόσος χρόνος...

Πόσος χρόνος ακόμα;

Χρόνια, ημέρες, ώρες... Πόσος;

Θέλω ιστορίες, ταξίδια...

Έχω τόσο κόσμο να δω

και άλλες τόσες εικόνες...

Παιδιά ,γυναίκες, ανθρώπους μεγάλης ηλικίας,

Ανθρώπους μικρούς ,ασήμαντους,

διασκεδαστικούς, μελαγχολικούς,

έξυπνους και ηλίθιους ...

Είναι γελοίο αλλά πρέπει να γνωρίζουμε

ότι οι ηλίθιοι μας ανακουφίζουν

και αποτελούν κατά έναν τρόπο

το απαραίτητο φύλλωμα ανάμεσα στα τριαντάφυλλα.


Πόσος χρόνος...

Πόσος χρόνος ακόμα;

Χρόνια, ημέρες, ώρες... αλήθεια πόσος;

Δεν με νοιάζει αγάπη μου...

Όταν η ορχήστρα θα σταματήσει

εγώ θα χορεύω ακόμα...

Όταν τα αεροπλάνα πια δεν θα πετούν

εγώ θα πετώ μόνος μου...

Όταν ο χρόνος θα σταματήσει...

Θα αγαπώ ακόμα...

Δεν ξέρω που, δεν ξέρω πώς;

Αλλά θα σ'αγαπώ ακόμα...

Συμφωνείς;

Συμφωνείς αγάπη μου;



Η λέξι του τέλους


Το τέλος ή η αρχή; Ποιος το ξέρει;

Άννα, μανιώδη σκοτάδια κι αμαρτήματα όπως η γέεννα

στέκονται πάντα μπροστά στην πόρτα μας.

Μου έρχεται να πιστέψω

στην τρυφερότητα των παλαιών τειχών,

εκεί όπου το φθινόπωρο έχει τις δικαιολογίες του

για να μην φοβάται το μέλλον.

Άννα, επίσης συμβαίνει

να σε βρίσκω στις άκρες τις νύχτας

όπου έχεις παρηγορήσει τη ντροπή.

Ίσως και έτσι να έχω δει και την Μαρίνα,

απαλλαγμένη από τις κακουχίες τις

και επιτέλους αναγνωρίσιμη από τους συμβουλάτορες

ενός παράφρονου ιστορικού αιώνος.

Όσο μάλλον υποτάσσομαι

και ακολουθώ τον δρόμο μου

με έναν κήπο στο εντός μου,

πεισματώδεις συσπάσεις με περισφίγγουν.

Άννα, Μαρίνα παρόλα αυτά,

σήμερα ίσως και να γνωρίζετε τη λέξη του τέλους.

Αυτή, που μας διακόπτει από τους άλλους...



Jean-Paul Mestas

Automnal 2007

Φθινοπωρινό 2007

Μεταφραστική προσέγγιση από τα γαλλικά

Ιωάννης Μποζίκης

Την 3 Ιουνίου του 1963, ημέρα Δευτέρα και ώρα 07.30 το πρωί, στην οικία του στη Μόσχα και σε μια στιγμή όπου έλειπε η τελευταία σύζυγός του, ρωσικής καταγωγής Βέρα Τουλγιόκοβα, ο τούρκος ποιητής Μεχμέτ Ναζίμ Χικμέτ Ρανκόβσκι ή Ράν (το Ρανκόβσκι προέρχεται από την πολωνή γιαγιά του και το Ναζίμ από τον παππού του Ναζίμ Πασά), ο οποίος ζούσε στην εξορία για τα αριστερά πολιτικά του φρονήματα, απεβίωσε άξαφνα από καρδιακή προσβολή κρατώντας δίπλα του το παρακάτω νεκρικό ποίημα, που είχε γράψει oίδιος προς το τέλος Απριλίου του 1963 και το οποίο ποίημα φέρει τον τίτλο« Η κηδεία μου». Υποκλίνομαι με σεβασμό στο περιεχόμενο αυτού του ποιήματος καθώς και στην αλησμόνητη μνήμη του ποιητή.

                                                                                                                                                     Ιωάννης Σ. Μποζίκης

Η κηδεία μου


Από την αυλή μου θα περάσει η σορός μου;

Πως θα με κατεβάσετε από τον τρίτο όροφο;

Δεν θα χωρέσει στον ανελκυστήρα το φέρετρό μου

και οι σκάλες της πολυκατοικίας μας είναι αρκετά στενές.

Ίσως στην αυλή να με σεργιανούν ο ήλιος και τα περιστέρια.

Ίσως να χιονίζει τη στιγμή εκείνη με τις άφθονες φωνασκίες των παιδιών.

Ίσως το δάπεδο της αυλής να είναι βρεγμένο από την βροχή

και η κάδοι των σκουπιδιών να με περιμένουν όπως συνήθως.

Εάν με φορτώσετε στη νεκροφόρα με το φέρετρο ανοικτό

κάτι πάνω στο μέτωπό μου μπορεί να στάξει.

Mια κοτσουλιά από ένα περιστέρι

και αυτό το γεγονός θα είναι σημαδιακό...

Η φιλαρμονική και να έρθει και να μην έρθει, είμαι τελείως αδιάφορος.

Σίγουρα τα παιδιά της γειτονιάς θα τρέξουν και θα έρθουν κοντά μου.

Αυτά τουλάχιστον έχουν μεγάλη περιέργεια για τους νεκρούς.

Με απολυτή βεβαιότητα θα με παρακολουθεί

το αγαπημένο παράθυρο της κουζίνας μου

και θα με χαιρετίσουν για τελευταία φορά

και τα κατάλευκα απλωμένα σεντόνια μου.

Φίλοι μου, γείτονες μου, εγώ, σε αυτήν την μικρή αυλή

έζησα ευτυχισμένος όσο ποτέ άλλοτε.

Εύχομαι σε όλους εσάς

μακροζωία και απόλυτη ευτυχία.



Ναζίμ Χικμέτ Ραν (1901-1963)

Μόσχα / Απρίλιος 1963

Μεταφραστική προσέγγιση από την τουρκική γλώσσα

Ιωάννης Σ. Μποζίκης


Την Πόλη Αφουγκράζομαι

           Ποίημα του ORHAN VELI  KANIK

            Μετάφραση από τα Τουρκικά

                ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΗΣ



Την Πόλη αφουγκράζομαι τα μάτια μου κλειστά.

Απ' αρχής ένας άνεμος φυσάει ανάλαφρα

Κι αργά-αργά κουνάει τις φυλλωσιές των δένδρων.

Από μακριά , από πολύ μακριά

Ακούγονται των νερουλάδων

Τα κουδουνίσματα τα ασταμάτητα.

Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.


Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.

Περνούν τα πουλιά κι εκείνη τη στιγμή

Τσούρμο στριγκλίσματα ακούγονται απ'τα υψώματα.

Τραβούν τα δίχτυα τα ψαράδικα

Και καθώς το πόδι μιας γυναίκας αγγίζει το νερό,

Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.


Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.

Δροσερή, δροσερή η Κλειστή Αγορά.

Τερετίζει το Μαμούτπασα

Με τις αυλές γιομάτες περιστέρια.

Ακούγονται σφυροβολίες παντού στ' αποβάθρα.

Καθώς τον ανοιξιάτικο τον άνεμο

Μια βαρβατίλα τον σαρώνει,

Την Πόλη αφουγκράζομαι τα μάτια μου κλειστά.


Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά

Κι εν' ακρογιάλι με σκοτεινά βαρκάδικα

Στέκεται βουτηγμένο στη μέθη των περασμένων μεγαλείων.

Παρατημένη στων νοτιάδων το φυσομάνημα,

Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.


Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά

Και μια κοκέτα γυναίκα σέρνει το βήμα της στο πεζοδρόμιο.

Ακούγονται πειράγματα, βρισιές, τραγούδια, λαϊκές πενιές.

Κάτι πέφτει από το χέρι της

Μάλλον ένα τριαντάφυλλο υποθέτω.

Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.


Την Πόλη αφουγκράζομαι, τα μάτια μου κλειστά.

Ένας σπουργίτης σπαρταρά στις φούστες της.

Το μέτωπό σου είναι δεν είναι ζεστό , το γνωρίζω.

Τα χείλη σου είναι δεν είναι υγρά, το γνωρίζω.

Ένα λευκό φεγγάρι γεννιέται πίσω από τις φιστικιές.

Τ' αντιλαμβάνομαι από τους χτύπους τις καρδίας σου.

Την Πόλη αφουγκράζομαι τα μάτια μου κλειστά.





Στο σκοτάδι, στο γυαλί, στο χώμα


 Ποίημα  του Sabri Altınel 


Μετάφραση από τα τουρκικά

Ιωάννης Μποζίκης



Ολόκληρο ένα βράδυ δεν κινήθηκα

αναπολώντας την ζήση μου.

Οι μέρες που χάσαμε, τα βιβλία, οι αγάπες,

τα χαμένα πρόσωπα στα απόμερα,

είναι όλα χαραγμένα στη μνήμη.

Ο χρόνος της χαμένης ευτυχίας

παραμένει ανάμεσα στη γνώση και στο παιχνίδι.

Αιωρούνται τα γέλια, οι συζητήσεις, η παγωμένη στιγμή.


Αχ! Μες στους βουερούς κήπους του σχολείου

με τα ξηρά φυλλώματα να σέρνετ' η σκιά μου.


Με τον άνθρακα της προσδοκίας ζεστάθηκε το μέσα μου

στο σκοτάδι, στο γυαλί, στο χώμα,

στα σκόρπια σφυρίγματα των αμαξοστοιχιών.

Δοκίμασα τον εαυτό μου και την ζωή.

Του πόνου και της ευτυχίας τις λέξεις δοκίμασα

για να κατοικήσω τον κόσμο.


Αχ! Μες στους βουερούς κήπους του σχολείου

με τα ξηρά φυλλώματα να σέρνετ' η σκιά μου.


Στο εξής μόνο εσείς θα υπάρχετε

για να προστατέψετε την ζωή,

για να κλάψετε, για να γελάσετε,

για να υψώσετε την πατρίδα μου, τον άνθρωπο.

Είδατε το βιβλίο, είδατε το ψωμί,

σταθμίσατε τον κόσμο, την αγάπη, την οργή

τώρα μέσα σε μια βαθιά χορωδία φεύγοντας χάνομαι.


Αχ! Μες στους βουερούς κήπους του σχολείου

με τα ξηρά φυλλώματα να σέρνετ' η σκιά μου.


Όλες οι Mανάδες

(Bütün Anneler)


Ποίημα του

Aziz Nesin (Αζίς Νεσίν)


Μετάφραση από τα τουρκικά

Ιωάννης Μποζίκης

 



Των μανάδων η ωραιότερη, εσύ.

Των ωραιότερων, η ωραιότερη.

Στα δεκατρία σου χρόνια παντρεύτηκες.

Στα δεκαπέντε σου με γέννησες

και στα είκοσι έξι σου, πέθανες.

Ναι , μανούλα μου, πέθανες

δίχως να ζήσεις την ζωή σου.

Αυτή την καρδία μου,

που πλημμυρίζει από γελοίο και αγάπη

σε εσένα την χρωστώ μανούλα μου.

Να φανταστείς ότι δεν έχω

ούτε μια φωτογραφία σου.

Ποτέ σου δεν πήγες σε θέατρο

μήτε και σε κινηματογράφο.

Νερό, ηλεκτρικό, αέριο, θέρμανση και κρεβάτι

δεν είχες στο σπίτι σου.

Ποτέ, δεν σου δόθηκε η ευκαιρία

να μπεις στην θάλασσα και να κολυμπήσεις

αλλά κι ακόμα να μάθεις γράμματα.

Μονό από τα δυο πανέμορφα σου ματάκια,

κρυμμένα κάτω από την μαύρη μαντίλα σου,

ανακάλυψες τον κόσμο.

Ναι, μανούλα μου,

στα είκοσι έξι σου χρόνια μόλις πέθανες

δίχως να γνωρίσεις τη ζωή.

Από εδώ και πέρα οι μανάδες μας

δεν θα πεθαίνουν πια,

δίχως να βιώνουν τις ζωές τους.

Ίσως, μέχρι τώρα έτσι να συνηθίζονταν.

Όμως σίγουρα κάτι θα αλλάξει και για αυτές

και δεν θα συνεχίζουν όπως παλιά

να βιώνουν τις μαρτυρικές ζωές τους.


Böyle gelmiş ama böyle gitmiyecek...





Ένα Πουλί Πετούσε

Ποίημα του Οζντεμίρ Ιντσέ (Özdemir İnce)

Μετάφραση από τα τουρκικά

Ιωάννης Μποζίκης


Ένα πουλί πετούσε

ανάμεσα Κουσάντασι και Σάμο.

Δεν αντιλήφθηκα την εθνικότητά του.

Ήτανε τούρκικο, ελληνικό,

από μια άλλη περιοχή,

απ' ένα άλλο έθνος;

Έεχ, πουλί! Του φώναξα,

από πού η σκούφια σου κρατά

κι από ποια χώρα έρχεσαι;

"Ειμ' ένας γλάρος" μ' αποκρίθηκε

"κι η ηλικία μου είναι όση κι αυτή του κόσμου.

Αν με ρωτάς ποια είναι η πατρίδα μου,

θα σου 'λεγα είναι η γης, ο ουρανός, η θάλασσα

κι αν ερωτάς τα σύνορά μου,

είναι το χώμα, το νερό, ο αέρας."